ΕΛΛΑΔΑ

«Βγάλε τη μάσκα να λογαριαστούμε»

Σε «πεδία μαχών» έχουν μετατραπεί τελευταία καταστήματα, μέσα μαζικής μεταφοράς, ακόμη και σπίτια. Ανθρωποι που φορούν μάσκα εξοργίζονται στη θέα αμελών ή αρνητών, εκ των οποίων αρκετοί δεν διστάζουν να επιτεθούν σε όσους τηρούν τα μέτρα προστασίας.

Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, τα τραπεζάκια στην καφετέρια γεμάτα από ανθρώπους που έτρωγαν πρωινό, έπιναν καφέ, συζητούσαν.

Στο τραπέζι μας μάς οδήγησε μια υπάλληλος που φορούσε κανονικά τη μάσκα της, όμως γρήγορα διαπιστώσαμε ότι δεν ήταν όλοι το ίδιο επιμελείς. Σερβιτόροι με τη μάσκα στο πιγούνι ελίσσονταν ανάμεσα στα τραπέζια κουβαλώντας δίσκους με ροφήματα, σάντουιτς και πανκέικ. Οταν τα μάτια εκπαιδεύτηκαν στο λαμπερό φως, παρατηρήσαμε ότι ούτε τα τραπέζια είχαν την απαραίτητη απόσταση μεταξύ τους. Το αντίθετο, οι πλάτες των καθισμάτων σε πολλές περιπτώσεις ακουμπούσαν η μία την άλλη. Ομως, μπορεί να το σχολιάσαμε στην παρέα, αλλά ούτε διαμαρτυρηθήκαμε ούτε φύγαμε. «Είναι απλοί υπάλληλοι, ας μην κάνουμε φασαρία. Θα πιούμε έναν καφέ και θα φύγουμε», είπαμε αποδιώχνοντας τόσο την ελαφριά ενοχή όσο και το αίσθημα ανασφάλειας.

Ομως εν μέσω πανδημίας, η στάση αυτή, τυπική σε όσους δεν αγαπούν τις αντιπαραθέσεις και έχουν ανάγκη να είναι αγαπητοί, μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις. Την εποχή του κωρονοϊού, πώς συνδυάζουμε ευγένεια και ασφάλεια; Πώς διεκδικούμε το δικαίωμα να μη φοβόμαστε σε κοινωνίες που απαρτίζονται και από αρνητές; Τα ερωτήματα αυτά απασχολούν τους ειδικούς σε όλο τον κόσμο, που βλέπουν ότι η εφαρμογή των μέτρων «συγκρούεται» με βαθιά ριζωμένες ανθρώπινες συμπεριφορές.

«Δηλαδή μας φοβάσαι;» είπε θιγμένη η ξαδέρφη στο οικογενειακό τραπέζι, όταν η Μαρία Φ. αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε όλοι να φορούν μάσκα για την προστασία των ηλικιωμένων συγγενών. «Οχι προς Θεού», απάντησε η Μαρία, υποκύπτοντας στην κοινωνική πίεση. «Απλώς φρόντισα να τηρούνται κάποιες μίνιμουμ αποστάσεις», λέει στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. Αντίστοιχα ο Παύλος Σ. αποφάσισε να μην ψωνίσει από το κοντινό του pet shop βλέποντας ότι κανείς από τους εργαζομένους αλλά και τους πελάτες δεν τηρούσαν τα μέτρα ασφαλείας. «Δεν είναι ότι θα ήμουν δακτυλοδεικτούμενος ως ο μόνος που φοράει μάσκα, ήταν ότι θα έπρεπε να υποστώ και σχόλια του στυλ “είσαι πρόβατο”. Προτίμησα να βρω άλλο μαγαζί να ψωνίσω, πολύ απλά», αναφέρει ο ίδιος.

Σύμπτωμα της εποχής είναι όμως και το ακριβώς αντίθετο: η άκρατη αντιπαράθεση. Την ώρα που οι μισοί αποφεύγουν τις συγκρούσεις, οι άλλοι μισοί… τρώγονται για καβγά. Ποιος είδε τον Ηλία Κ. και δεν τον φοβήθηκε στο μίνι μάρκετ της γειτονιάς του, όταν αντίκρισε τον υπάλληλο στο ταμείο να εξυπηρετεί μη φορώντας μάσκα. «Του λέω “θα τη βάλεις ή θα ’χουμε άλλα;”. “Θες να παίξουμε μπουνιές;” μου λέει. Του είπα ότι θα φωνάξω την αστυνομία αν δεν συμμορφωθεί. “Είσαι φερέφωνο!” φωνάζει. “Είσαι ψεκασμένος χρυσαυγίτης” του λέω τότε και παίρνω το 100». Η συνέχεια δεν είναι γνωστή καθώς ο Ηλίας έφυγε και δεν ξαναπάτησε στο συγκεκριμένο μαγαζί.

Πεδία μάχης και τα ΜΜΜ. «Ημουν στο λεωφορείο και ξαφνικά ακούω έναν ηλικιωμένο να φωνάζει σε μια κοπέλα η οποία ήταν φανερά τοξικοεξαρτημένη», λέει η Αγγελική Μπ. «“Φόρα μάσκα ή κατέβα!” της έλεγε, χωρίς φυσικά εκείνη να ανταποκρίνεται. Δεν είχα ξανανιώσει λύπη για κάποιον που δεν φοράει μάσκα. Ηταν η πρώτη φορά». Στοχοποίηση όσων φορούν μάσκα («είσαι γίδι», είπε γονιός στη Μαρία Π. έξω από την πύλη του σχολείου, όταν πήγε να παραλάβει τα παιδιά της φορώντας μάσκα), στοχοποίηση και όσων δεν φορούν, όπως η άρρωστη κοπέλα στο λεωφορείο. Ομως η διαπόμπευση, το στίγμα, πότε έχει βγει σε καλό; Πώς θα καταφέρουν οι δύο πλευρές να συνεννοηθούν;

«Στο διαλεκτικό σχήμα θέση – αντίθεση – σύνθεση στηρίζουμε τις ελπίδες μας. Στην προκειμένη περίπτωση, έχουμε τη θέση, έχουμε την αντίθεση και αναζητούμε τη σύνθεση», αναφέρει στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ η ψυχολόγος Ιωάννα Γεωργοπούλου. «Ο καθένας εκφράζει τον φόβο του με διαφορετική συμπεριφορά. Και ο ένας φοβάται και ζητάει από τον άλλο να φορέσει τη μάσκα του, αλλά και στον άλλο κάτι απειλείται. Τόσος θυμός δεν μπορεί να βγαίνει εάν δεν υπάρχει μια απειλή. “Μου στερείς την ελευθερία μου”, λένε συχνά».

Το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της συνεννόησης είναι η παραδοχή του άγχους μας. «Το υπερβολικό άγχος είναι κακός σύμβουλος σε κάθε προσπάθεια επικοινωνίας. Δεν μπορούμε να το αποβάλουμε αφού η πανδημία είναι υπαρκτό πρόβλημα, όμως μπορούμε να έχουμε συνείδηση του άγχους μας και όλων αυτών που κουβαλάει. Να δεχθούμε ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε τα πάντα, ότι δεν μπορούμε να επιβάλλουμε την άποψή μας, ότι θα πρέπει να είμαστε πιο ανοιχτοί στον διάλογο». Αυτό ισχύει και για τις δύο πλευρές. «Οταν λέω στον άλλο να βάλει μάσκα και ο άλλος λέει όχι, πρόκειται για την ίδια συμπεριφορά. Και οι δύο προσπαθούν να επιβάλουν στον άλλο κάτι. Εάν απλώς εξαπολύουμε επίθεση, θα βρίσκουμε συνεχώς τοίχο και θα μπούμε σε έναν φαύλο κύκλο θυμού», εξηγεί η κ. Γεωργοπούλου.

Ο θυμός

Ακόμα και στην προ κορωνοϊού εποχή, οι περισσότεροι εκφράζαμε τον θυμό μας, χωρίς να αγγίζουμε πιο βαθιά συναισθήματα. «Είναι σημαντικό να σκεφτόμαστε τι είναι αυτό που μας εξοργίζει τόσο πολύ. Να αναρωτιόμαστε τι άλλο νιώθουμε εκτός από θυμό. Μήπως λύπη; Φόβο;». Με αυτόν τον τρόπο θα καταφέρουμε και να χαμηλώσουμε τους τόνους και να γίνουμε πιο κατανοητοί.

«Δεν μπορούμε να πούμε στον άλλο τι να κάνει. Μπορούμε όμως να πούμε τι νιώθουμε εμείς. “Δεν μπορώ να σας επιβάλω να φορέσετε μάσκα, αλλά επειδή μου δημιουργείται μια ανασφάλεια θα ένιωθα καλύτερα εάν φορούσατε”. Φυσικά δεν είναι απαραίτητο ότι θα το κάνει. Ο σκοπός όμως είναι να ακουστούμε και να ακούσουμε. Είναι το πρώτο βήμα. Ο άλλος σχεδόν θα παραξενευτεί που δεν του κάνουμε επίθεση!». Επίσης αποφεύγουμε τους χαρακτηρισμούς. Είναι η συμπεριφορά του άλλου που μας ενοχλεί, όχι ο ίδιος ως άνθρωπος.

Κοινώς, παίρνουμε μια ανάσα και σκεφτόμαστε: ο κ. Τσιόδρας τι θα έκανε;

Λίνα Γιάνναρου – kathimerini.gr