ΤΕΧΝΕΣ

Φαντάσματα στο διάφανο χαρτί

Φαντάσματα στο διάφανο χαρτί
Η πονηρή πρασινωπή ξεναγός παίζει το παμπάλαιο παιχνίδι που διεγείρει τα μικρά παιδιά: κάνει πως η ίδια δεν βλέπει. «Εχω ακούσει πως υπάρχουν φαντάσματα σε αυτό το σπίτι», λέει, «εγώ όμως δεν έχω βρει κανένα»

Ένα βιβλίο που κάνει μικρούς και μεγάλους αναγνώστες να… συμπρωταγωνιστούν με την ηρωίδα του

OLIVER JEFFERS
Υπάρχουν φαντάσματα σε αυτό το σπίτι
μτφρ.: Φίλιππος Μανδηλαράς
εκδ. Ικαρος, 2022, σελ. 44

Δεν ξέρω αν ο βραβευμένος, ευπώλητος Ολιβερ Τζέφερς είχε στο μυαλό του τον Κάσπερ, το καλό φαντασματάκι· τον θυμάμαι αμυδρά αλλά με πολλή αγάπη, από μια σειρά κινουμένων σχεδίων της ασπρόμαυρης τηλεόρασης περασμένων δεκαετιών. Και ο μεν Κάσπερ μακροημερεύει ως αμερικανικό κόμικς, καρτούν, τηλεοπτική σειρά και ταινία από τις αρχές του 20ού αιώνα, η δε μακρά αγγλοσαξονική παράδοση των παραμυθιών με τα φαντάσματα, που κορυφώνεται κάθε χρόνο γύρω στο Χάλοουιν, καλά κρατεί.

Το εύρημα έγκειται στη διαρκή παρεμβολή διάφανων σελίδων (σαν τσιγαρόχαρτο), με τυπωμένες πάνω τους μινιμαλιστικές απεικονίσεις φαντασμάτων

Το Χάλοουιν έχει την τιμητική του τέτοια εποχή, στις 31 Οκτωβρίου. Δεν μεταφράζεται καν, και αυτό είναι, φυσικά, σημείο των καιρών: μικροί και μεγάλοι το «γιορτάζουν» πλέον σιγά σιγά και στην Ελλάδα, χρησιμοποιώντας με φυσικότητα την αγγλική λέξη. Οπως και να ‘χει, η κυκλοφορία στα ελληνικά του «Υπάρχουν φαντάσματα σε αυτό το σπίτι» μας δίνει μια καλή γεύση από την αγγλοσαξονική κουλτούρα συμφιλίωσης όχι τόσο με τον θάνατο όσο με το υπερφυσικό, το αόρατο, το μυστηριώδες, το ακατανόητο, ενώ π.χ. στον μεξικανικό πολιτισμό επικρατεί αντίστοιχα η ιδέα της επιστροφής των νεκρών και η συμφιλίωσή μας με αυτούς.

Στην Ιρλανδία και στη Σκωτία –ο γεννημένος το 1977 Τζέφερς είναι βορειοϊρλανδικής καταγωγής– η παράδοση των ξωτικών, των φαντασμάτων, των μαγικών πλασμάτων παραμένει πλούσια και ζωντανή. Η ποπ φιγούρα του λευκού σεντονιού με τις μαύρες τρύπες για μάτια μάλλον τερπνά στοιχειώνει τον πεζό μας κόσμο.

Ο Τζέφερς ξεπερνά εδώ τον εαυτό του και ως συγγραφέας και ως εικονογράφος, με ένα απλό αλλά ιδιοφυές εύρημα. Οπως επισημάνθηκε και στην αγγλόφωνη κριτική, η αφήγηση γκρεμίζει τον λεγόμενο «τέταρτο τοίχο», βάζει δηλαδή από την πρώτη κιόλας σελίδα τον αναγνώστη, μικρό ή μεγάλο, να συμπρωταγωνιστήσει. Μια πόρτα ενός αρχοντικού σπιτιού, μάλλον γεωργιανής αρχιτεκτονικής, ανοίγει και, σαν να πρόκειται για μουσείο, μας καλεί να περιηγηθούμε τα δωμάτια, τις σοφίτες, τους διαδρόμους ακολουθώντας ένα –δικαιούμαστε άραγε να πούμε απλώς «κοριτσάκι;»– που διαρκώς μας απευθύνεται.

Φαντάσματα στο διάφανο χαρτί

Δεν βλέπουμε άραγε το πρασινωπό του χρώμα; Τους υπερβολικά τονισμένους ολοστρόγγυλους λευκούς βολβούς των ματιών της; Ηδη η μικρή ξεναγός έχει πάνω της κάτι παράξενο. Η πρώτη ανατριχίλα μάς διαπερνά ευχάριστα. Το εύρημα, όμως, έγκειται στη διαρκή παρεμβολή διάφανων σελίδων (σαν τσιγαρόχαρτο), με τυπωμένες πάνω τους μινιμαλιστικές απεικονίσεις ενός ή περισσότερων μικρών λευκών φαντασμάτων. Οταν γυρνάμε τη διάφανη σελίδα και εκείνη πάει να σκεπάσει την προηγούμενη, βλέπουμε ξαφνικά να διαγράφεται η πονηρή φασματική μορφή σε κάποια λεπτομέρεια του χώρου που απεικονίζεται εκεί από πριν. Είναι η στιγμή που το παιδί θα φωνάξει ενδεχομένως «α!» δείχνοντας με ενθουσιασμό αυτό που έχει τάχα διαφύγει την προσοχή μας: νάτο, νάτο το φαντασματάκι! Η πονηρή πρασινωπή ξεναγός παίζει το παμπάλαιο παιχνίδι που διεγείρει τα μικρά παιδιά: κάνει πως η ίδια δεν βλέπει. «Εχω ακούσει πως υπάρχουν φαντάσματα σε αυτό το σπίτι», λέει, «εγώ όμως δεν έχω βρει κανένα».

Ηδη μικρά χέρια τεντώνονται, φωνές ακούγονται στην προσπάθεια να συνομιλήσουν μαζί της, να της δείξουν αυτό που εμείς και τα παιδιά βλέπουμε χάρη στο τσιγαρόχαρτο, δηλαδή τις «κανονικές» εικόνες να εμπλουτίζονται με μυστηριώδη ομίχλη και με ένα ή περισσότερα φαντασματάκια. «Εκεί, εκεί, στη σκάλα!» ακούω τα παιδιά να τσιρίζουν. «Ισως να είναι της φαντασίας μου», λέει ψύχραιμα η πρωταγωνίστρια.

Κάπου κάπου, σοβαροφανείς λεζάντες μουσειολογικού περιεχομένου κλείνουν το μάτι στους ενηλίκους: «Η ολοκληρωτική απουσία σκαλισμάτων ή διακοσμητικών στοιχείων σε αυτό το τζάκι αποπνέει μεγαλοπρέπεια, παρότι η λιτότητα των γραμμών του παραπέμπει σε άλλα, λιγότερο επιβλητικά δωμάτια». Αλλά το παιδί θα έχει ήδη βιαστεί να γυρίσει τη διάφανη σελίδα και μαζί του, ανήσυχοι και ταυτόχρονα διασκεδασμένοι όσο δεν πάει, θα απολαύσουμε τρία –ή μήπως τέσσερα;– φαντασματάκια που έχουν καταλάβει τον χώρο του τζακιού. Είναι ένα βιβλίο διαδραστικό από κάθε άποψη, με μπόλικη εξυπνάδα και χιούμορ. Οπως σε όλα τα έργα του Τζέφερς, κάτι απλό μας συγκινεί και ταυτόχρονα μας σφίγγει την καρδιά, ενώ η αισθητική απόλαυση και η παιγνιώδης διάσταση μεγιστοποιούνται.

Μαρία Τοπάλη – kathimerini.gr