ΖΩΗ

Τηλεόραση: Είμαστε αυτό που βλέπουμε ή βλέπουμε αυτό που είμαστε;

Τηλεόραση: Είμαστε αυτό που βλέπουμε ή βλέπουμε αυτό που είμαστε;

«Το Κουτί», το βιβλίο των Βασίλη Βαμβακά και Γρηγόρη Πασχαλίδη επιχειρεί να συμβάλει στην προσπάθεια καθιέρωσης ενός διαφορετικού τρόπου μελέτης της τηλεόρασης ως κεντρικού παράγοντα για την ανάπτυξη της σύγχρονης κουλτούρας

Για δεκαετίες ολόκληρες ήταν ο «άρχοντας» της ενημέρωσης και ψυχαγωγίας. Αποκλειστικά κρατική για 23 χρόνια, στη συνέχεια και ιδιωτική από το 1989, μπήκε σταδιακά σε όλα τα σπίτια και έγινε η αφορμή συνεύρεσης ολόκληρης της οικογένειας η οποία έδειχνε να εμπιστεύεται το περιεχόμενο.

Η τηλεόραση αντανακλούσε σχεδόν πιστά τις πολλές αντιφάσεις της κοινωνικής πραγματικότητας, μιας πραγματικότητας, στη διαμόρφωση της οποίας είχε συμμετάσχει και αυτή. «Η δική μου προσέγγιση είναι κυρίως το γεγονός ότι το μέσο αμφιταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ διαφορετικών πραγμάτων, καθρεφτίζοντας και αντανακλώντας την κοινωνία μας από τη δεκαετία του 1990 και μετά», λέει στην «Κ» ο Βασίλης Βαμβακάς, επιμελητής του βιβλίου «Το Κουτί» και αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Ενα παράδειγμα, όπως λέει ο κ. Βαμβακάς, είναι οι παρουσιάστριες των πρωινών ψυχαγωγικών εκπομπών. Τόσο η Ρούλα Κορομηλά όσο και η Ελένη Μενεγάκη αποτελούσαν πρότυπα της παραδοσιακής γυναίκας, που δίνει μεγάλη προτεραιότητα σε αξίες όπως οικογένεια, γάμος, σπίτι. Την ίδια ώρα όμως η Μενεγάκη αυτοσαρκαζόταν, λέγοντας ότι δεν ήξερε να μαγειρεύει. Η Κορομηλά μεταμορφώθηκε σε μια «σταρ» που από το κορίτσι της διπλανής πόρτας απασχολούσε τα ταμπλόιντ για τις ερωτικές της σχέσεις.

Το ίδιο παρατηρείται και στο μυθοπλαστικό κομμάτι. «Υπήρξαν σειρές που έδειχναν τη διχασμένη προσωπικότητα πολλών πρωταγωνιστών, ίσως το πιο κλασικό παράδειγμα είναι ο Ακάλυπτος. Λαμόγιο αλλά και συναισθηματικός, ροκ ηθική αλλά και παραδοσιακός». Στο ενημερωτικό κομμάτι, «υπήρχαν εκπομπές στο ίδιο κανάλι που έδειχναν την πιο αρχαϊκή λογική ενημέρωσης (π.χ. όλες εκείνες που είχαν να κάνουν με την αποκάλυψη του ιδιωτικού βίου) και ταυτόχρονα υπήρξαν πολύ σοβαρές προσπάθειες δημοσιογραφικών ντοκιμαντέρ».

Πάντως, παρά τη δημοτικότητά του όλα αυτά τα χρόνια, το μέσο αντιμετωπίστηκε ως ανάξιο να τύχει συστηματικής έρευνας. Τα τελευταία χρόνια γίνεται μια προσπάθεια να έρθουν στην επιφάνεια οι λόγοι αυτής της υποτίμησης που έφτασε σε χαρακτηρισμούς της τηλεόρασης ως «χαζοκούτι» ή εργαλείο ιδεολογικής προπαγάνδας.

Αυτό το κενό επιχειρεί να καλύψει το «Κουτί» (εκδόσεις Brainfood), ένα συλλογικό βιβλίο σε επιμέλεια Βασίλη Βαμβακά και Γρηγόρη Πασχαλίδη. Στόχος είναι αυτό να συμβάλει στην προσπάθεια καθιέρωσης ενός διαφορετικού τρόπου μελέτης της τηλεόρασης ως κεντρικού παράγοντα για την ανάπτυξη της σύγχρονης κουλτούρας σύμφωνα και με τις τηλεοπτικές σπουδές διεθνώς. Το βιβλίο αυτό έρχεται και σε συνέχεια άλλων πρόσφατων προσπαθειών επιστημονικής έρευνας, που αφορά κυρίως τα μίντια και ιδιαίτερα την τηλεόραση. Μελετά το αντικείμενο αυτό χωρίς να προσπαθεί να το καταδικάσει με κάποιον τρόπο εξ ορισμού, χωρίς να χάνει το βιβλίο την κριτική του ικανότητα.

Πρόκειται για ένα «επιστημονικό ζάπινγκ» στην ιστορία της ιδιωτικής τηλεόρασης με κείμενα που ανατρέχουν στα δελτία ειδήσεων, τις εκπομπές δημοσιογραφικής έρευνας, τα ριάλιτι σόου που εμφανίστηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. «Παρόλα αυτά υπάρχει μια συνδετική γραμμή μεταξύ όλων αυτών των κειμένων», τονίζει ο κ. Βαμβακάς. Και συμπληρώνει: «Ο πλουραλισμός λειτούργησε με κάθε τρόπο στην ελληνική τηλεόραση, πάντοτε βέβαια με την υποσημείωση ότι ευνόησε κάποιες συγκεκριμένες καταστάσεις και κάποιους συγκεκριμένους πρωταγωνιστές της τηλεόρασης περισσότερο από κάποιους άλλους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξε αυτή η ποικιλία και ο πλουραλισμός που καταρχήν “ευαγγελίστηκε” η ιδιωτική τηλεόραση».

Πρόσωπα που σημάδεψαν την ιδιωτική τηλεόραση όπως οι Μαλβίνα Κάραλη, Λάκης Λαζόπουλος, Ρούλα Κορομηλά, Ελένη Μενεγάκη, Ανδρέας Μικρούτσικος αλλά και εκπομπές όπως οι «Απαράδεκτοι», «Αυθαίρετοι», «Και οι Παντρεμένοι Εχουν Ψυχή», «Χάι Ροκ», «Στο Παρά Πέντε», «Αίθουσα του Θρόνου» μπαίνουν για πρώτη φορά σε έναν πολυπρισματικό ερευνητικό φακό.

Και ποιο είναι το συμπέρασμα; «Δημιουργούν πρότυπα που μπορεί να αλλάζουν με τον χρόνο αλλά όχι τόσο ριζικά. Ανάλογα με την περίπτωση. Οι γυναίκες παρουσιάστριες ακόμη σε μεγάλο βαθμό εκφράζουν το πρότυπο Μενεγάκη-Κορομηλά-Στεφανίδου. Είναι αρκετά διαχρονικό αυτό. Και προφανώς έχει να κάνει και με γυναικεία λαϊκά πρότυπα που υπάρχουν και αντικατοπτρίζουν. Όμως δεν είναι μόνο αυτά που έχει δείξει η τηλεόραση. Η Δήμητρα Παπαδοπούλου στους “Απαράδεκτους” ήταν η πλήρης αποδόμηση αυτού του παραδείγματος. Ή η Εβελίνα Παπούλια, πρωταγωνίστρια στους “Δύο Ξένους”».

Ενα από τα ενδιαφέροντα στοιχεία του εγχειρήματος είναι ότι αυτή η μελέτη γίνεται σε μεγάλο βαθμό από νεότερους -ηλικιακά- συμμετέχοντες με μικρότερο, αρνητικό ή θετικό, προϊδεασμό για την εξέλιξη της τηλεόρασης. Το βασικό στοίχημα είναι «κυρίως να δουν εάν η τηλεόραση έχει με κάποιον τρόπο γίνει ένας μεγεθυντικός – ή μη – φακός της ελληνικής κοινωνίας». Ενα στοίχημα το οποίο εντάσσεται σε μελέτες που σχετίζονται με το γενικότερο ζήτημα της δημοφιλούς κουλτούρας και στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με τον κ. Βαμβακά, μέσα από αυτά τα προγράμματα η τηλεόραση σε μεγάλο βαθμό τονίζει ανά περίπτωση είτε κάποιες πολύ συντηρητικές της εκδοχές ή κάποιες αρκετά εναλλακτικές προσεγγίσεις. «Αυτό αφορά τη σεξουαλικότητα, τις σεξουαλικές σχέσεις και τους έμφυλους ρόλους ή το γεγονός ότι πολλές φορές οι πρωταγωνιστές στο δημοσιογραφικό κομμάτι υπηρετούσαν αυτό που ονομάζουμε αντισυστημική δημοσιογραφία: από τον Τριανταφυλλόπουλο και τον Τράγκα μέχρι αρκετούς άλλους. Δεν ήταν ποτέ ένα μονοδιάστατο πράγμα, όπως ποτέ δεν ήταν μονοδιάστατη και η ελληνική κοινωνία».

Πώς, λοιπόν, αυτό που βλέπουμε στην τηλεόραση, διαμορφώνει την κοινωνία; «Είναι σε κάθε περίπτωση αμφίδρομη σχέση. Σήμερα η κοινωνία αναζητά περισσότερο εναλλακτικά πρότυπα γιατί αυτά έχουν γίνει εδώ και πάνω από μια δεκαετία ο κυρίαρχος, κυρίως στην τηλεοπτική μυθοπλασία. Τα παλιά πρότυπα καλού-κακού σήμερα δεν έχουν την ίδια απήχηση. Η κοινωνία και το θεάμά της ψάχνει αμφίσημους ήρωες», λέει ο κ. Βαμβακάς.

Τα μεταβατικά στάδια της ελληνικής τηλεόρασης

Από την εμφάνισή της έως σήμερα, η ελληνική τηλεόραση έχει αλλάξει πολύ, «από το γεγονός και μόνο ότι πέρασε και μια μεγάλη περίοδο κρίσης, ενώ ήταν το μέσο το οποίο αποτελούσε την απόλυτη κοινωνική και πολιτισμική αναφορά για δύο δεκαετίες τουλάχιστον από το 1989 μέχρι 1990 και την κρίση του 2009-2010. Ουσιαστικά είχε γίνει ένας θεσμός στον οποίο όλοι, από την κοινωνικοοικονομική ελίτ μέχρι τις λαϊκές τάξεις, ήθελαν κατά κάποιο τρόπο να συμμετάσχουν ή να τον επηρεάσουν», εξηγεί ο κ. Βαμβακάς.

Αλλά η κατάσταση άλλαξε το 2009, καθώς το μέσο αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες και τη σκυτάλη όσον αφορά την ενημέρωση, είχε πλέον πάρει το Διαδίκτυο. «Ετσι δεν ήταν καθόλου εύκολο να δημιουργήσει η παραδοσιακή τηλεόραση ένα καινούργιο ενδιαφέρον με τη μαζικότητα που είχε τις δεκαετίες του 1990 και του 2000».

Στο κομμάτι της ψυχαγωγίας, δεν υπήρχαν προγράμματα ελληνικής παραγωγής παρά μόνο κάποια ριάλιτι σόου και τηλεπαιχνίδια. Η ελληνική μυθοπλασία ήταν μηδενική και για ένα χρονικό διάστημα τα κανάλια προέβαλαν τουρκικές σειρές.

Σήμερα όμως είναι σαν η τηλεόραση να αποκτά μια «δεύτερη ζωή» και αυτό οφείλεται κυρίως στη μυθοπλασία που έχει επιστρέψει δυναμικά στον χάρτη της ελληνικής μικρής οθόνης. Πλέον παρακολουθούμε ιστορίες με κοινωνικό σχόλιο ή γεγονότα που συνέβησαν τα προηγούμενα χρόνια στη χώρα μας. Ολα είναι περισσότερο προσεγμένα, ο κόσμος βλέπει ξανά τηλεόραση. «Η αλλαγή που έχει έρθει είναι τεράστια και τα τελευταία τέσσερα χρόνια η τηλεόραση αρχίζει πάλι να γίνεται πιο ενεργητική και “ανθηρή”», με την ελπίδα να παραμείνει έτσι.

Αλεξάνδρα Σκαράκη-kathimerini.gr