ΖΩΗ

Τα φορέματα της Ρωσικής Πρωτοπορίας

Σε συνομιλία με τα έργα της έκθεσης «Λιουμπόβ Ποπόβα. Φόρμα. Χρώμα. Χώρος», τα φορέματα του πωλητηρίου δημιουργήθηκαν με βάση πρωτότυπα σχέδια της καλλιτέχνιδος. Κάτω, φωτογραφικό πορτρέτο της Ποπόβα (1919), ένα από τα σχέδιά της και μια σειρά των νέων υφασμάτων.

«Η Λιουμπόβ Ποπόβα αγαπούσε πολύ τα υφάσματα, και ήταν αυτό το βίωμα της παιδικής της ηλικίας, μια και υπήρξε κόρη βιομηχάνου υφασμάτων», λέει η Μαρία Τσαντσάνογλου, αν. γενική διευθύντρια MOMus και διευθύντρια MOMus – Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης – Συλλογή Κωστάκη. Αφορμή για τη συζήτησή μας είναι η έκθεση «Λιουμπόβ Ποπόβα. Φόρμα. Χρώμα. Χώρος», που πραγματοποιείται από τις αρχές Οκτωβρίου στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης – Συλλογή Κωστάκη.

Πρόκειται για μια εξαιρετική, εμβριθή και εμπεριστατωμένη παρουσίαση του έργου της ζωγράφου, θεωρητικού, δασκάλας, σχεδιάστριας, της «αμαζόνας» της Ρωσικής Πρωτοπορίας, που δεν φοβήθηκε ποτέ να ταξιδέψει, να αναζητήσει και να πειραματιστεί με νέες καλλιτεχνικές πρακτικές στις αρχές του 20ού αιώνα. Η έκθεση που απλώνεται στους δύο ορόφους της Μονής Λαζαριστών περιλαμβάνει σχεδόν το σύνολο των έργων και του αρχειακού υλικού που κατέχει στη συλλογή του το μουσείο, συμπληρώνεται δε με ορισμένα σπάνια έργα από ιδιωτικές συλλογές.

Περπατώντας κανείς ανάμεσα στα εκθέματα και χάρη στην ιδιαίτερη μουσειολογική μελέτη, έχει την αίσθηση ότι συναντά πραγματικά την Ποπόβα. Οχι μόνον τη σπουδαία καλλιτέχνιδα, εκείνη που ο συλλέκτης Γιώργος Κωστάκης αποκαλούσε με το μικρό της όνομα και ας μην την είχε γνωρίσει ποτέ, αλλά μια πολυτάλαντη γυναίκα με πλατύ, ζεστό χαμόγελο, και ακατάβλητο πάθος για τη ζωή και τις ιδέες της. Πιστή στις αρχές της και στη θεωρία του Κονστρουκτιβισμού, το 1921 αποφάσισε να πάψει να δημιουργεί έργα τέχνης για την ευχαρίστηση λίγων και να αφιερωθεί στον σχεδιασμό αντικειμένων καθημερινής χρήσης για τον λαό.

Ετσι βγήκε από το εργαστήριο στον δρόμο, και από τη ζωγραφική πέρασε στον γραφιστικό σχεδιασμό και το σχέδιο των υφασμάτων. Από το φθινόπωρο του 1923 μέχρι τον Μάιο του 1924, η Ποπόβα σχεδίασε εκατοντάδες υφάσματα, καθώς και ορισμένα γυναικεία ρούχα. Τα σχέδιά της ήταν συχνά εξαιρετικά πολύπλοκα και περιελάμβαναν παραλλαγές μιας συγκεκριμένης φόρμας ή συνδυασμούς από διαφορετικές φόρμες που αξιοποιούσαν τη γραμμή και τις οπτικές της δυνατότητες. Ο κριτικός και ποιητής Ιβάν Αξιόνοφ έγραψε ότι δύο μέρες πριν από τον θάνατό της –πέθανε σε ηλικία 35 ετών το 1924– και παρά τις τραγικές δυσκολίες της, μνημόνευσε με μεγάλη ικανοποίηση το γεγονός ότι τα υφάσματα που σχεδίασε είχαν μεγάλη ζήτηση από τις γυναίκες της εργατικής τάξης που ήθελε να ντύσει. Το ύφασμα υπήρξε άλλωστε το καταστάλαγμα της δουλειάς της και ανήκει στην τελευταία δημιουργική της περίοδο.

Αυτά τα καταπληκτικά υφάσματα και ρούχα που εφάρμοσαν στην εποχή τους την αισθητική του Κονστρουκτιβισμού στη μαζική παραγωγή, έχουν «επιστρέψει» στο πωλητήριο του μουσείου. Σαν να μη μεσολαβεί σχεδόν ένας αιώνας από τον σχεδιασμό τους, καινούργια φορέματα και πασμίνες που το σχέδιό τους βασίζεται στα πρωτότυπα μοτίβα της Ποπόβα, «στολίζουν» τα ράφια καταφέρνοντας ουσιαστικά να μετατρέψουν το πωλητήριο στο τελευταίο, αλλά εξίσου ενδιαφέρον μέρος της έκθεσης.

Η ιδέα της παραγωγής τους ανήκει στη Μαρία Τσαντσάνογλου, και υλοποιήθηκε «με ευλάβεια», όπως λένε όλοι οι συντελεστές, από μια άξια ομάδα με έδρα τη Θεσσαλονίκη: Την εταιρεία «Colora», ένα από τα καλύτερα εργοστάσια στα Βαλκάνια που ειδικεύεται στη βαφή και την εκτύπωση υφασμάτων, την εικαστικό Φωτεινή Καρυωτάκη που εδώ εργάστηκε ως textile designer και την Κική Ιωαννίδου, σχεδιάστρια και πατρονίστ που ανέλαβε να δημιουργήσει τα σχέδια των τεσσάρων φορεμάτων.

«Μου φάνηκε συγκινητικό να ξαναδώ τα σχέδια της Ποπόβα, και να τα επεξεργαστώ για να γίνουν υφάσματα», λέει η Φωτεινή Καρυωτάκη. «Πήρα τα γνήσια σχέδια και έκανα την επανάληψη έτσι όπως θεωρούσα ότι θα έκανε η ίδια». Είχε προηγηθεί μεγάλη έρευνα στα αρχεία και ακολούθησαν πολλές δοκιμές για το χρώμα. Η δημιουργική ομάδα συναντήθηκε συχνά στο διάστημα περίπου ενός χρόνου. Πήραν, όπως λένε όλοι, το ρίσκο αυτής της απαιτητικής δουλειάς και ήθελαν να πετύχει. «Προσπαθήσαμε να το κάνουμε με σεμνότητα», σχολιάζει η Κική Ιωαννίδου. «Ηταν μια εξαιρετική συνεργασία που απέδωσε καρπούς. Επειτα από πολλές συζητήσεις αποφασίσαμε να κρατήσουμε κάποια στοιχεία από τις “γραμμές” του 1930, και να τα μεταφέρουμε στο παρόν».

Τα ρούχα και τα αξεσουάρ της συλλογής βρίσκονται προς το παρόν –εκτός της Μονής Λαζαριστών– στο πωλητήριο του ΜΟΜus – Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και σύντομα στην Αθήνα στο MΟΜus – Μουσείο Αλέξη Μυλωνά.

Διάρκεια έκθεσης έως 1/3/2020.

ΜΑΡΩ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ-kathimerini.gr