ΤΕΧΝΕΣ

Στη χώρα μας ο ένας φοβάται τον άλλο

Στη χώρα μας ο ένας φοβάται τον άλλο
Ο Μανώλης Μαυροματάκης είναι «Ο Αυτόχειρ!». Ο πρωταγωνιστής στο καταραμένο έργο του Νικολάι Ερντμαν, που απαγορεύτηκε από το σταλινικό καθεστώς το 1932. Στο Εθνικό Θέατρο – Rex (σκηνή Κοτοπούλη).

Ο Μανώλης Μαυροματάκης μιλάει για τα παιδικά του χρόνια, το πώς έγινε ηθοποιός και τον «ομορφάντρα» που τον κυνηγά ακόμη

Όταν πριν από τρία χρόνια o Μανώλης Μαυροματάκης συνεργάστηκε με τον Ρεζί Ρουανσάρ στην ταινία «Μεταφραστές», ο Γάλλος σκηνοθέτης τον χαρακτήρισε «Ντάστιν Χόφμαν της Ελλάδας». Αν και καταξιωμένος με πολλούς ρόλους, ο 60χρονος πρωταγωνιστής παραδέχεται ότι δεν έχει συνηθίσει σε τέτοια γενναιοδωρία, ούτε στα σχόλια των συναδέλφων του στην αποχαιρετιστήρια γιορτή που του έκαναν τότε, σαν ολοκλήρωσε τα δικά του γυρίσματα. Αμέσως μετά έπαιξε έναν μικρότερο ρόλο στην επίσης γαλλική ταινία «Χαμογελάστε παρακαλώ» του Φρανσουά Οζόν, ενώ πρόσφατα ολοκλήρωσε τα γυρίσματα του «Greek salad», γαλλικής παραγωγής της Αmazon, που γυρίζεται στην Αθήνα.

Οσο κι αν του αρέσει ο κινηματογράφος, ποτέ δεν θα άφηνε τη θεατρική σκηνή. Η νέα του δουλειά είναι ο «Αυτόχειρ!» του Νικολάι Ερντμαν που μόλις ξεκίνησε στο Εθνικό Θέατρο – Rex (σκηνή Κοτοπούλη), σε μετάφραση του Κωστή Σκαλιόρα και σκηνοθεσία του Γιώργου Παπαγεωργίου. «Είναι ένας πολύ ωραίος ρόλος, σε ένα ιδιαίτερο έργο που δεν γνώριζα, όπως και πολύς κόσμος». Μια εξωφρενική κωμωδία. Παραγγελία του θεάτρου του Μέγιερχολντ, γράφτηκε το 1928, απαγορεύτηκε, και ο συγγραφέας στάλθηκε στην εξορία επειδή έκανε κριτική στη σταλινική εξουσία. Ο ρόλος του Σεμιόν Σεμιόνοβιτς Ποντσεκάλνικοφ που υποδύεται ο Μαυροματάκης είναι ενός απελπισμένου ανέργου, ο οποίος σε έναν καβγά με τη γυναίκα του λέει μια βαριά, δραματική κουβέντα: «Οπως “τι θέλεις, θέλεις να πεθάνω;” Εκείνη τον αγαπάει, παρεξηγεί τα λόγια του και μέσα στην ανησυχία της διαδίδει το νέο. Το φτωχικό τους γεμίζει από απρόσκλητους επισκέπτες, εκπροσώπους όλων των κοινωνικών ομάδων, οι οποίοι παροτρύνουν τον ήρωα στην αυτοκτονία, γιατί έτσι θα εκφραστεί μια διαμαρτυρία για τα κακώς κείμενα της κοινωνίας. Κι αυτός ο έρμος θέλει να φανεί, του λείπει ότι δεν τον αναγνωρίζουν. Είναι σύμπτωμα και της δικής μας κοινωνίας, χαρακτηριστικό παράδειγμα τα ριάλιτι, αλλά και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Έχουμε ανάγκη να υπάρξουμε, αλλά σε ένα σύμπαν που δεν περιλαμβάνει την πραγματική ζωή. Το Διαδίκτυο σου δίνει αυτή την ψευδαίσθηση, όπως ότι μπορείς να υπάρχεις, να φαίνεσαι παντού, να δείχνεις στιγμές από τις διακοπές σου. Ξεγιβεντίσματα. Δηλαδή ντροπιάσματα, όπως τα λέμε στην ανατολική Κρήτη».

Ανάμεσα σ’ αυτούς που προσεγγίζουν τον ήρωα του έργου είναι και ένας εκπρόσωπος της ιντελιγκέντσια –στην παράσταση, εκπρόσωπος του θεάματος–, από τον οποίο μαγεύεται ο Σεμιόν. «Κυρίως γιατί ο άλλος είναι άνθρωπος της διανόησης και δεν είναι ένας περίπου λούμπεν Αμλετ, ένας μέσος προς τα κάτω όπως ο ίδιος».

Η έντονη μουσική της παράστασης, οι πέντε μουσικοί επί σκηνής, τα καρναβαλίστικα και τα αριστοφανικά στοιχεία θυμίζουν, λέει ο πρωταγωνιστής, τσίρκο και Γκόγκολ. «Ο Σεμιόν θέλει να υπάρξει. Εύκολα μπορεί να γίνει κάποιος σήμερα σαν αυτόν. Η λουμπενοποίηση δεν είναι μόνο οικονομική, είναι και να μην μπορείς να κάνεις σχέδια για αύριο. Το να θέλεις να προγραμματίσεις το αύριο δεν είναι κάτι παράλογο, αλλά ειδικά στον χώρο μας, μετά την οικονομική κρίση, την υγειονομική και τώρα την ανθρωπιστική, φαίνεται σαν κάτι μεταφυσικό. Ο φόβος είναι απλωμένος πάνω από την πόλη».

Υποστηρίζει ότι η ελληνική κοινωνία δεν έχει την τέχνη σε υπόληψη. «Θεωρεί τον καλλιτέχνη καραγκιόζη, έναν αργόσχολο που τρώει τα λεφτά της οικογένειάς του ή της πατρίδας του». Θα ήθελε να παίξει Αμλετ, ήρωες του Τσέχωφ, τον συγκινεί η αρχαία τραγωδία, κυρίως ο Αισχύλος, του αρέσει το ιαπωνικό θέατρο, οι ταινίες του Κουροσάβα. «Μου αρέσει ό,τι ξεπερνά τη μικρή ψυχολογία». Του αρέσουν όλοι οι ρόλοι, «αλλά όχι αυτοί που λένε ότι μου πάνε. Ο “αντιήρωας”, όπως είναι μόδα να δηλώνουν και γελάω ακούγοντάς το. Εδώ που τα λέμε, μου αρέσουν και οι ήρωες, να πω κι εγώ μεγάλα λόγια. Στη δραματική σχολή Βεάκη μού έδιναν να παίξω όλο δούλους, χωροφύλακες ή αν έλεγα κάτι σε ένα αριστοφανικό κείμενο δεν ήταν παραπάνω από λέξεις, όπως “φασόλια”, “πεινάω”. Τότε είπα στον Νικήτα Τσακίρογλου: “Δώστε να πω κάποια ωραία λόγια όπως αυτά που λέει ο Αίμονας στον πατέρα του, ο Κρέοντας στην Αντιγόνη”. Εναν ήρωα ήθελα κι εγώ και μου έδωσε τελικά τον Πυλάδη, ο οποίος δεν μιλάει».

Παλιά, όταν του έλεγαν «είσαι κωμικός», εκνευριζόταν. «Οχι, παιδιά, είμαι ηθοποιός», απαντούσε. «Βλέπω κωμικούς και τους θαυμάζω, λέω “αυτό δεν θα μπορούσα να το κάνω”. Οι δραματικοί ρόλοι μού φαίνονται πιο εύκολοι. Το ενδιαφέρον σε οποιονδήποτε ρόλο είναι να βρεις το χιούμορ του, πώς ανατρέπει τον ίδιο του τον εαυτό ή εμφανίζει τα τρωτά του σημεία. Δεν μπορείς να το κάνεις αν δεν αποδεχθείς κι εσύ ως ηθοποιός, κι όχι ως ρόλος, τα τρωτά σου σημεία».

Στην προσωπική του ζωή εύκολα πηγαίνει «από τον ενθουσιασμό στη λύπη» και στις παρέες όλοι τον αγαπάνε. Και όταν συναντά διαχυτικούς θαυμαστές που διεκδικούν πιεστικά οικειότητα με τον καλλιτέχνη, νιώθει άβολα. «Τρισκατάρατη οικειότητα, δεν την αντέχω. Ακόμη με κυνηγάει η διαφήμιση που έκανα πριν από 11 χρόνια». Αποφεύγει και να πει την ατάκα του βιοπαλαιστή καντινιέρη, «δεν πειράζει, ομορφάντρα μου!», που έκλεψε τις καρδιές όλων τότε, πουλώντας χοτ ντογκ έξω από τα γήπεδα. Ηταν μάλιστα δική του. «Με είχαν καλέσει σε ένα κάστινγκ για μια ταινία. Εκεί μου είπαν “βρε Μανώλη, δεν διαβάζεις κι αυτό, γιατί δεν μας έχει κάτσει κάτι”. Το έκανα. Εκείνο τον καιρό έκανα πρόβες για τον “Περικλή” του Σαίξπηρ που σκηνοθετούσε ο Γ. Χουβαρδάς. Ο ναυαγός πρίγκιπας Περικλής ξεβράζεται από τη θάλασσα και τον περισυλλέγουν κάποιοι ψαράδες, οι οποίοι τον ειρωνεύονται, “είσαι και ομορφάντρας”. Φαίνεται ότι χρησιμοποίησα τη λέξη αυτοσχεδιάζοντας στο διαφημιστικό. Εκτοτε με ακολουθεί».

Εχει μια αφοπλιστική αμεσότητα και έμφυτη ευγένεια ο Μανώλης Μαυροματάκης. Περιγράφει γλυκά τα παιδικά του χρόνια στην Εύβοια και κυρίως στη Σύρο, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένεια. Ο πατέρας ήταν ενωματάρχης, η μητέρα είχε αφήσει πια τη μοδιστρική, η αδελφή του ήταν μικρή. «Θυμάμαι ακόμη πώς γούρλωσαν τα μάτια μου σαν φτάσαμε στην Ποσειδωνία, ένα χωριό γεμάτο με φοίνικες, ευκάλυπτους και αρχοντικά. Τα πρώτα τέσσερα βράδια, επειδή δεν είχαμε βρει σπίτι, κοιμηθήκαμε σε ένα αρχοντικό που δεν ήταν εν ενεργεία. Θυμάμαι πως αντηχούσε σε όλο το ψηλοτάβανο κτίριο το άνοιγμα της τεράστιας τζαμαρίας. Αλλά και την έκπληξή μου σαν αντίκρισα πιάνο. Πατούσα ενθουσιασμένος τα πλήκτρα. Η ζωή ήταν παραμυθένια. Διάβαζα, έπαιζα ποδόσφαιρο, πηγαίναμε με τον πατέρα για ψάρεμα. Ημασταν νοικοκυραίοι άνθρωποι. Ανέμελα χρόνια, όπως και εκείνα στο Βαρβάκειο όταν ήρθαμε στην Αθήνα, στον Βύρωνα, καθώς κι αυτά όταν σπούδαζα ηλεκτρολόγος μηχανικός».

Βλέπω κωμικούς και τους θαυμάζω, λέω «αυτό δεν θα μπορούσα να το κάνω». Οι δραματικοί ρόλοι μού φαίνονται πιο εύκολοι

Τι τον οδήγησε στο Πολυτεχνείο; «Καλύτερα να σας πω τι με οδήγησε στο θέατρο. Ενας συμφοιτητής μου μας πήγε μια παρέα τότε, στη Σαλαμίνα, σε μια εξαιρετική θεατρική ομάδα. Εκεί έκαναν θέατρο αντί να τρέχουν στις καφετέριες. Την τρίτη φορά που πήγα για βόλτα, μου είπαν: εσύ θα κάνεις τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην “Ποντικοπαγίδα” της Αγκάθα Κρίστι. Ξέρετε τι με έκανε να γίνω ηθοποιός; Η ματιά αυτών των παιδιών στις πρόβες. Ενιωθα ότι τους άρεσα, ότι κάνω κάτι καλά».

Αργότερα στη δραματική σχολή «είχα δασκάλα τη Λυδία Κονιόρδου, η οποία μας ενέπνεε και μας προστάτευε σαν μαμά όλων».

Ο πρώτος μισθός

Θυμάται με συγκίνηση τον πρώτο του μισθό, 90.000 δραχμές στο Θεσσαλικό Θέατρο, και τη σκέψη του: «Μανώλη, μπορείς να ζήσεις απ’ αυτό που σου αρέσει να κάνεις, είσαι τυχερός». Θυμάται επίσης την αμοιβή της γνωστής διαφήμισης κινητής τηλεφωνίας, η οποία ισοδυναμούσε με μισθούς επτά μηνών στο θέατρο. Αλλά και εκείνες σε δεύτερους ρόλους που προηγήθηκαν, με σκηνοθέτη τον Π. Βούλγαρη, δίπλα στον Βέγγο, στον Σπαθάρη, στον Ιακώβου, όπου έλεγε μια ατάκα. Ετσι πλήρωνε το ενοίκιο όλου του χρόνου.

Οι γονείς χάρηκαν με την αναγνώριση, «αν και, απ’ ό,τι μου λένε τώρα συγγενείς, είχαν τον καημό του Πολυτεχνείου. Από το σχολείο άκουγαν καλά λόγια για μένα. Απλώς το θέατρο δεν το είχαν σε τόσο μεγάλη υπόληψη όπως αν είχα γίνει γιατρός ή μηχανικός. Οσο σπούδαζα σκέφτηκα να αλλάξω. Ηθελα να γίνω γιατρός, έπειτα γεωπόνος –είχα ακούσει για την οικολογία στη γεωπονική–, αργότερα δάσκαλος… Αλλαξα τα φώτα στους γονείς μου, Θεός σχωρέσ’ τους και τους δυο».

Τριάντα ένα χρόνια στο θέατρο, τι έχασε; «Αν σας πω ότι παντρεύτηκα πριν από ένα-ενάμιση μήνα, στα 60 μου;» γελάει ευτυχισμένα. «Δεν ήταν θυσία, απλώς είχα πέσει εμμονικά σ’ αυτή τη δουλειά. Από παιδί είχα το σύνδρομο του καλού μαθητή, άρα με ό,τι καταπιανόμουν έπρεπε να το κάνω καλά». Μάλλον δεν είχε βρει το κατάλληλο ταίρι. «Μάλλον αυτές δεν βρήκαν σε μένα κάτι, γιατί οι γυναίκες διαλέγουν».

Τρεις δεκαετίες στον χώρο βίωσε ψυχολογικά παιχνίδια χειρισμού και εξουσίας. «Κακοποιητική είναι και η ψυχολογική βία. Ετσι ξεκίνησα ψυχανάλυση. Εγώ θα υπηρετήσω το όραμα του σκηνοθέτη, όμως δεν μπορείς να μου πεις και πότε θα ανασαίνω». Τονίζει ότι υπάρχει και η ευθύνη των ηθοποιών, «γιατί πολλοί δεν προτείνουν, τα περιμένουν όλα από τον σκηνοθέτη».

Πότε ανθίζει σε μια συνεργασία; «Οταν καταλαβαίνω ότι με αγαπάει ο άλλος. Δεν ξέρω αν έχω ωραιοποιήσει ό,τι μου συνέβη στη Γαλλία, όμως εκεί γνώρισα γενναιοδωρία. Κανείς δεν αισθάνεται να κινδυνεύει από τον συνάδελφό του. Στην Ελλάδα ο ένας φοβάται τον άλλο».

Γιώτα Συκκά-kathimerini.gr