ΤΕΧΝΕΣ

Σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ: Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου

Σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ: Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου

8 Ιανουαρίου 1973: Αρχίζει η δίκη για το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ.

9 Απριλίου 1976: Προβάλλεται η ταινία «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου» (All the President’s Men). Εξαιρετικό πολιτικό θρίλερ παραγωγής 1976 σε σκηνοθεσία Άλαν Τζέι Πακούλα βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο των δημοσιογράφων Καρλ Μπέρνσταϊν και Μπομπ Γούντγουορντ που πραγματεύεται τις έρευνες πάνω στο σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ.

Πρόκειται για το τρίτο μέρος της άτυπης τριλογίας του Πακούλα, «Η Τριλογία της Παράνοιας». Οι άλλες δυο ταινίες που συνθέτουν αυτή την τριλογία είναι Η Εξαφάνιση (Klute, 1971) και Υπόθεση Πάραλλαξ (The Parallax View, 1974).

Το βιβλίο των δημοσιογράφων Καρλ Μπέρνσταϊν και Μπομπ Γούντγουορντ κυκλοφόρησε το 1974, βραβεύτηκε με Πούλιτζερ κι ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ ενδιαφέρθηκε αμέσως ν’ αγοράσει τα δικαιώματα για την κινηματογραφική του μεταφορά.

Η διασκευή του σεναρίου για τη μεγάλη οθόνη έκανε ο Γουίλιαμ Γκόλντμαν και πρωταγωνιστές της ταινίας είναι οι Ντάστιν Χόφμαν και Ρόμπερτ Ρέντφορντ ως Μπέρνσταϊν και Γούντγουορντ αντίστοιχα.

Ένα υποδειγματικό θρίλερ με πρωταγωνιστές δύο δημοσιογράφους στο κυνήγι της αλήθειας. Δίκαια αποτελεί ως σήμερα σημείο αναφοράς ενός συναρπαστικού είδους

Το 2010 η ταινία χαρακτηρίστηκε από την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ως «πολιτιστικά, αισθητικά και ιστορικά σημαντική» και επιλέχθηκε να ενταχθεί στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.

Η ταινία προτάθηκε για οκτώ βραβεία Όσκαρ και παρά το γεγονός ότι είχε απέναντι της επίσης σπουδαίες δημιουργίες, απέσπασε συνολικά τέσσερα βραβεία: Διασκευής Σεναρίου, Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης, Ήχου και Β’ Ανδρικού Ρόλου.

H ερμηνεία του Τζέισον Ρόμπαρντς στον ρόλο του διευθυντή της εφημερίδας είναι ίσως η πιο αξιοσημείωτη από τους δεύτερους ρόλους στην ταινία. Ο ηθοποιός κέρδισε το αγαλματίδιο κι επανέλαβε την επιτυχία του έναν χρόνο αργότερα κερδίζοντας το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου για την ταινία του Φρεντ Τσίνεμαν, Τζούλια (Julia, 1977).

Για το ρόλο του πληροφοριοδότη του Γούντγουορντ (γνωστό ως Βαθύ Λαρύγγι/Deep Throat) επιλέχθηκε ο Χαλ Χόλμπρουκ.

Η έναρξη του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ

Ο Καρλ Μπέρνσταϊν και ο Μπομπ Γούντγουορντ στα γραφεία της «Washington Post»

17 Ιουνίου 1972: Πέντε διαρρήκτες εισέβαλαν στα γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος (Democratic National Committee) που στεγαζόταν στο κτιριακό συγκρότημα του Γουότεργκεϊτ (Watergate), και προσπάθησαν να τα παγιδεύσουν με «κοριούς». Οι πέντε άνδρες συνελήφθησαν χάρη στην έγκαιρη δράση του φύλακα ασφαλείας του κτιρίου, όμως τα πραγματικά σπουδαία δεν είχαν αρχίσει ακόμη.

Ανάμεσα στους διαρρήκτες ανακαλύφθηκε πως ήταν ένας πρώην πράκτορας της CIA καθώς και ένας υπάλληλος ασφαλείας του κόμματος των Ρεπουμπλικανών (G.O.P.), σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Washington Post». Το μεγαλύτερο σκάνδαλο όλων των εποχών στην ιστορία της Αμερικής είχε μόλις ξεσπάσει.

Δύο άσημοι μέχρι τότε δημοσιογράφοι της «Washington Post», οι Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνσταϊν αρχίζουν μια μεγάλη έρευνα στην προσπάθειά τους να ξεσκεπάσουν την απάτη του κόμματος του νεοεκλεγέντος Προέδρου των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον.

Η «Washington Post» τιμήθηκε το 1973 με το βραβείο Πούλιτζερ προσφοράς υπηρεσιών στο κοινό καλό για την έρευνα της πάνω στο Γουότεργκεϊτ. Στις 8 Αυγούστου του 1974 ο Νίξον γίνεται ο πρώτος πρόεδρος στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος παραιτείται από το αξίωμά του.

Η κεντρική μορφή του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ

Ο Τζορτζ Γκόρντον Λίντι, ο τραχύς πρώην πράκτορας του Ομοσπονδιακού Γραφείου Έρευνας (FBI), υπήρξε ένας από τους εγκεφάλους της διάρρηξης στο κτίριο Γουότεργκεϊτ το 1972, η καρδιά του σκανδάλου που σήμανε την αρχή του τέλους της προεδρίας του Ρίτσαρντ Νίξον.

Ο Λίντι, διαβόητος εξαιτίας της εμπλοκής του στο σκάνδαλο, αξιοποίησε τη φήμη του για να κάνει εικοσαετή καριέρα παρουσιαστή εκπομπής που αναμεταδιδόταν από πολλούς συντηρητικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς.

Ο Λίντι και ο Ι. Χάουαρντ Χαντ, πρώην πράκτορας της CIA, απεργάζονταν σχέδια τόσο απίθανα, τόσο παράνομα, που οι ανώτεροί τους συχνά τα απέρριπταν χωρίς δεύτερη σκέψη. Ανάμεσά τους: η ιδέα να δολοφονήσουν τον δημοσιογράφο-ερευνητή Τζακ Άντερσον, σφοδρό επικριτή του προέδρου Νίξον· να προκαλέσουν σκάνδαλο σε βάρος Δημοκρατικών πολιτικών οργανώνοντας πάρτι με ιερόδουλες· να απαγάγουν αντιπολεμικούς διαδηλωτές και να τους πάνε στο Μεξικό.

Ωστόσο δεν απορρίφθηκαν όλα τα σχέδια. Το 1971, μερικούς μήνες πριν από τη διάρρηξη στο κτίριο Γουότεργκεϊτ, ο Λίντι ήταν μέλος της ομάδας που έκανε διάρρηξη στο γραφείο του ψυχίατρου που έβλεπε ο Ντάνιελ Έλσμπεργκ, ο πρώην αναλυτής του αμερικανικού στρατού που διέρρευσε τα περίφημα Pentagon Papers για τον πόλεμο του Βιετνάμ.

Ακολούθησε η διάρρηξη που θα οδηγούσε στην πτώση του Νίξον. Οι Λίντι και Χαντ πρότειναν τη διάρρηξη στα κεντρικά γραφεία της Εθνικής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος στο κτίριο Γουότεργκεϊτ, ενώ ο Ρεπουμπλικάνος τότε πρόεδρος διεξήγαγε εκστρατεία για την επανεκλογή του.

Πλην όμως η ομάδα των διαρρηκτών συνελήφθη. Ο Λίντι κρίθηκε ένοχος για συνωμοσία, διάρρηξη και τηλεφωνικές υποκλοπές. Καταδικάστηκε να εκτίσει 20 χρόνια κάθειρξη και εξέτισε επτά, προτού αφεθεί ελεύθερος χάρη στη μετατροπή του υπολοίπου της ποινής του το 1977 από τον Δημοκρατικό πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ, που θεωρούσε υπερβολικές τις ποινές που επιβλήθηκαν για την υπόθεση στον Λίντι και άλλους.

Αντίθετα με τους έξι συγκατηγορούμενούς του, ο Λίντι αρνήθηκε να συνεργαστεί με τους εισαγγελείς ή να απαντήσει στα ερωτήματα του σώματος των ενόρκων, γεγονός που ώθησε τον δικαστή να προσθέσει 18 μήνες στην ποινή του. Παρέμεινε αμετανόητος μετά τη φυλάκισή του: είχε πει στην εφημερίδα New York Times ότι εάν μπορούσε να γυρίσει πίσω στον χρόνο, θα ξανάκανε αυτά για τα οποία καταδικάστηκε.

Αξιοποίησε τη φήμη του για να ιδρύσει εταιρεία ιδιωτικής ασφάλειας, να γράψει βιβλία που έγιναν μπεστ σέλερ, να παίξει ρόλους σε τηλεοπτικές σειρές και ταινίες και, από το 1992, να γίνει παρουσιαστής ραδιοφωνικής εκπομπής απευθυνόμενης στο συντηρητικό ακροατήριο που αναμεταδιδόταν από 225 ραδιοφωνικούς σταθμούς. Αποσύρθηκε το 2012.

Ο Λίντι, με το χαρακτηριστικό του μουστάκι, ήταν γνωστός για τους παληκαρισμούς του – καυχιόταν πως μπορούσε να κρατήσει το χέρι του πάνω από μια φλόγα, ή να σκοτώσει κάποιον μ’ ένα μολύβι. Στην αυτοβιογραφία του, έγραψε πως τον συνέπαιρνε ο τόνος των ομιλιών του Αδόλφου Χίτλερ που άκουγε στο ραδιόφωνο η γερμανίδα οικιακή βοηθός των γονιών του όταν ήταν παιδί.

Γεννημένος το 1930 στη Νέα Υόρκη, ο Λίντι σπούδασε νομική. Αποφοίτησε το 1957. Έπειτα από διετή στρατιωτική θητεία, έγινε πράκτορας του FBI, προτού παραιτηθεί για να ασκήσει τη δικηγορία στο Μανχάταν. Κατόπιν έγινε εισαγγελέας στην κομητεία Ντάτσες της Νέας Υόρκης, όπου απέκτησε φήμη διότι οπλοφορούσε μέσα στα δικαστήρια. «Πίστευε παθιασμένα ότι τα ναρκωτικά, οι κακοποιοί και οι κομμουνιστές» αποτελούσαν μεγάλους «κινδύνους» για τις ΗΠΑ, θα έγραφαν οι Τάιμς της Νέας Υόρκης σ’ ένα προφίλ του το 1973.

Πέθανε στις 30 Μαρτίου 2021.

Ποιος ήταν τελικά το «Βαθύ λαρύγγι»;

Οι δύο δημοσιογράφοι της Washington Post που αποκάλυψαν το σκάνδαλο το 1972, είχαν έναν πληροφοριοδότη, ο οποίος είχε το ψευδώνυμο «Βαθύ λαρύγγι». Ο συγκεκριμένος σύνδεσμος παρέμεινε καλά κρυμμένος για πάνω από τρεις δεκαετίες .

Εμφανίστηκε για πρώτη φορά με το ψευδώνυμο «Βαθύ λαρύγγι» το 1974, στο βιβλίο των δύο δημοσιογράφων. Το ψευδώνυμο προέρχεται από την ομώνυμη ποpνογραφική ταινία που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά που ξέσπασε το σκάνδαλο.

Το 2005 αποκαλύφθηκε η ταυτότητα του πληροφοριοδότη που δεν ήταν άλλος από το Νο 2 του FBI, ο Μαρκ Φελτ. Την αποκάλυψε ο ίδιος, μέσω του περιοδικού Vanity Fair.

Αυτός ήταν η πηγή που τροφοδότησε επί ενάμιση και πλέον χρόνο τους δημοσιογράφους της «Washington Post» με στοιχεία για το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ, για τις αθλιότητες, τους εκβιασμούς και τα μνημειώδη ψέματα του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον που τελικώς τον έφεραν υπόδικο στο Κογκρέσο και, την παραμονή της καταδίκης του, τον υποχρέωσαν σε παραίτηση, τον Αύγουστο του 1974.

O Μαρκ Φελτ πέθανε το Δεκέμβριο του 2008 σε ηλικία 95 χρόνων. Το 2017 η ιστορία του πέρασε στη μεγαλη οθόνη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 
Κλιντ Ίστγουντ: Το αειθαλές φαινόμενο του σινεμά