ΚΟΣΜΟΣ

Πώς ο κοροναϊός έφερε τα πάνω κάτω στις αμερικανικές εκλογές

Το επιτελείο του Τραμπ αναγκάστηκε να αντικαταστήσει το «Διατηρήστε την Αμερική μεγάλη» με το «Κάντε την Αμερική μεγάλη ξανά, ξανά»

Το Μαρ – α – Λάγκο ήταν το μέρος που μπορούσαν να επισκεφθούν μόνο όσοι είχαν πληρώσει χιλιάδες δολάρια για το προνόμιο του ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς. Διαμάντια και γούνες περίσσευαν στο κόκκινο χαλί. Οταν έφτασε ο Ντόναλντ Τραμπ στην έπαυλή του, με σμόκιν και καλή διάθεση, δήλωσε: «Προβλέπω πως θα έχουμε μια μεγάλη χρονιά».

Νωρίτερα, εκείνη την ημέρα, ένα κρατικό σάιτ στην Κίνα έκανε αναφορά στον εντοπισμό ενός κρούσματος «πνευμονίας αγνώστου αιτίας» στην περιοχή γύρω από μια αγορά θαλασσινών στην επαρχία Ουχάν. Οταν το ρολόι έδειξε μεσάνυχτα και ο νέος χρόνος ανέτειλε, κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί πως εκείνο το μικροσκοπικό παθογόνο θα έκανε τον κόσμο να γυρίσει ανάποδα μολύνοντας 15 εκατομμύρια ανθρώπους, σκοτώνοντας 625.000, διαλύοντας οικονομίες και οδηγώντας στην αναβολή μεγάλες διοργανώσεις όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες.

Η Αμερική δεν αποτελεί εξαίρεση. Η πανδημία του κορωνοϊού έφερε τα πάνω κάτω και στις προεδρικές εκλογές για τις οποίες απομένουν πλέον κάτι λιγότερο από εκατό ημέρες. Το μικροσκοπικό παθογόνο άλλαξε τον τρόπο που δίνεται αυτή η μάχη και ενδεχομένως θα αλλάξει και την ατζέντα. Η μεγαλύτερη οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει το έθνος τα τελευταία 75 χρόνια και η μεγαλύτερη υγειονομική κρίση που αντιμετωπίζει τον τελευταίο αιώνα είναι ένα χτύπημα αστεροειδούς που ξαναέγραψε τους κανόνες της πολιτικής και άφησε τους ιστορικούς να αναλύονται σε συγκρίσεις με άλλες εκλογικές χρονιές.

Λίγο καιρό μετά το ρεβεγιόν στο Μαρ – α – Λάγκο, ο Τραμπ θα απαλλασσόταν από τη ρεπουμπλικανική πλειοψηφία της Γερουσίας σχετικά με την παραπομπή του σε δίκη, ενώ την επομένη θα θριαμβολογούσε κραδαίνοντας το πρωτοσέλιδο της Ουάσιγκτον Ποστ. Τουλάχιστον στα δικά του μάτια, είχε μια ισχυρή οικονομία στον δρόμο προς τις εκλογές, ενώ την ίδια ώρα οι Δημοκρατικοί πάλευαν να μετρήσουν τις ψήφους στις προκριματικές της Αϊόβα και να καταλήξουν σε μια ενωτική υποψηφιότητα για τον Λευκό Οίκο.

Ο ιός όμως είχε κάνει ήδη την εμφάνισή του. Στις 22 Ιανουαρίου ο Τραμπ υποστήριζε πως η κατάσταση βρισκόταν «υπό απόλυτο έλεγχο» και πως «όλα θα πάνε καλά». Στις 27 Φεβρουαρίου επέμενε πως είχε σταματήσει την εξάπλωσή του θέτοντας περιορισμούς στα ταξίδια από την Κίνα. Στις 27 Φεβρουαρίου δήλωσε από τον Λευκό Οίκο: «Μια μέρα, θα εξαφανιστεί σαν από θαύμα». Και συνέχισε έτσι σε αυτό που οι επικριτές του λένε πως δεν ήταν τίποτε άλλο από μια ιστορική στιγμή άρνησης της πραγματικότητας και ηγετικής αποτυχίας.

Ο Covid-19 σάρωσε τη Νέα Υόρκη σκοτώνοντας χιλιάδες ανθρώπους. Ο Τραμπ ανακήρυξε τότε τον εαυτό του «πρόεδρο σε καιρό πολέμου», ενώ τον Απρίλιο έκανε καθημερινές ενημερώσεις μέχρι που, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εποχής, «βαρέθηκε» για να αποφασίσει να αφιερωθεί στην αναθέρμανση της οικονομίας – της τόσο κρίσιμης για την επανεκλογή του. Ενώ όμως τα κρούσματα και οι θάνατοι αυξάνονταν, τα ποσοστά αποδοχής του έπεφταν.

Τώρα φαίνεται πως το παλιό αξίωμα «Είναι η οικονομία, ανόητε» έχει παραφραστεί στο «Είναι η πανδημία, ανόητε» – από την οποία όμως δεν μπορούν να αγνοηθούν οι οικονομικές επιπτώσεις: 52,7 Αμερικανοί γράφτηκαν στους καταλόγους της ανεργίας τους τελευταίους τέσσερις μήνες, ενώ εκείνο το ερώτημα που κάνουν συνήθως οι δημοσκόποι, «Είσαι καλύτερα τώρα σε σχέση με τέσσερα χρόνια πριν», μοιάζει σήμερα εντελώς ρητορικό. Το επιτελείο του Τραμπ αναγκάστηκε να αντικαταστήσει το «Διατηρήστε την Αμερική μεγάλη» με το «Κάντε την Αμερική μεγάλη ξανά, ξανά». Αλλά τα συνθήματα δεν αλλάζουν την πεποίθηση που έχουν από τον περασμένο Μάρτιο οι πολίτες πως «τα πράγματα κινούνται σε λάθος κατεύθυνση».

Ο Τραμπ ήταν αναμφίβολα και ασυνήθιστα ένας τυχερός πρόεδρος τα τρία πρώτα χρόνια της θητείας του. Δεν ήρθε αντιμέτωπος με καμία μείζονα κρίση, όπως συνέβη με πολλούς από τους προκατόχους του στον Λευκό Οίκο. Και αυτό είναι κάτι που του επέτρεψε να συνεχίσει, σαν παλιός σταρ των τηλεοπτικών ριάλιτι, να τουιτάρει για τις διασημότητες αντί να διαβάζει τα ενημερωτικά σημειώματα για την εθνική ασφάλεια. Αλλά με το ξέσπασμα του ιού, η τύχη τον εγκατέλειψε θεαματικά.

«Θα τα καταφέρουμε»

«Είμαστε μαζί σε αυτό» είπε την περασμένη εβδομάδα. «Και σαν Αμερικανοί που είμαστε, θα τα καταφέρουμε στο τέλος. Θα τα καταφέρουμε καλά. Σε κάποια τμήματα της χώρας τα πράγματα δεν πήγαν όμως τα περιμέναμε – για παράδειγμα στη Φλόριντα, το Τέξας, κ.λπ. – αλλά δουλεύουμε με πολύ ταλαντούχους ανθρώπους, λαμπερούς ανθρώπους και θα έχουμε αποτέλεσμα» είπε ακόμη.

Η ανιψιά του, όμως, η Μέρι Τραμπ, συγγραφέας των νέων οικογενειακών απομνημονευμάτων, είπε πως ο τρόπος που διαχειρίστηκε την πανδημία ήταν «εγκληματικός». «Η στατιστική είναι ξεκάθαρη. Αν είχαν ληφθεί μέτρα δυο εβδομάδες νωρίτερα, το 90% των θανάτων θα είχε αποφευχθεί. Δεν αποφεύχθηκε επειδή εκείνος αρνήθηκε να φορέσει μάσκα, γιατί εάν το έκανε θα ήταν σαν να παραδεχόταν πως είχε κάνει κάτι λάθος και αυτός δεν μπορεί να παραδεχθεί κανένα λάθος» ανέφερε.

Η πανδημία ήταν μια ευκαιρία για τον Τραμπ να εκπλήξει τον κόσμο και να αποδείξει πως όσοι τον αμφισβητούσαν έκαναν λάθος. Δεν μπόρεσε όμως να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Απέτυχε να χαράξει μια εθνική στρατηγική στον εντοπισμό των κρουσμάτων, μίλησε ελάχιστες φορές για τα θύματα, αρνήθηκε να φορέσει μάσκα έως πρόσφατα και  υπονόμευσε κορυφαίους ειδικούς της δημόσιας υγείας όπως ο δρ. Αντονι Φάουτσι.

Αυτή η κατάσταση αποτυπώνεται σε σχεδόν όλες τις δημοσκοπήσεις. Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν προηγείται του Ντόναλντ Τραμπ με διψήφια ποσοστά, ενώ είναι μπροστά και στις πολιτείες που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην εκλογή του προέδρου. Το πολύ που μπορεί να ελπίζει πια ο πρόεδρος είναι σε μια «έκπληξη του Οκτωβρίου» που θα έχει τη μορφή ενός εμβολίου. Δεν υπάρχει όμως πιο σαφής απόδειξη του γεγονότος πως τα πάντα έχουν αλλάξει από τις δημοσκοπήσεις στο Τέξας, μιας πολιτείας που κέρδισαν για τελευταία φορά οι Δημοκρατικοί το 1976. Την περασμένη εβδομάδα καταγράφηκε ένα ρεκόρ 197 θανάτων από Covid-19,  ενώ έρευνα της κοινής γνώμης έδειχνε πως ο Μπάιντεν προηγείται του Τραμπ με 45% έναντι 44%.

Ο Φίλεμον Βέλα, ένας δημοκρατικός γερουσιαστής από το νότιο Τέξας, είπε: «Από την αρχή της πανδημίας, ο πρόεδρος Τραμπ και ο κυβερνήτης μας, Γκρεγκ Αμποτ, έχουν κάνει επιλογές που είχαν ως αποτέλεσμα τον μαζικό θάνατο των Τεξανών. Είναι μια καταστροφική κατάσταση και πιστεύω πως, γύρω στον Νοέμβριο, ο λαός του Τέξας θα το θυμηθεί».

Απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα, ο Τραμπ προσπάθησε να παραπλανήσει την κοινή γνώμη ή να στρέψει την προσοχή της αλλού. Αντιμετώπισε το κίνημα Black Lives Matter που διαδήλωνε για τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ από την αστυνομία στη Μινεάπολη όχι με όρους συμφιλίωσης και κατανόησης αλλά με όρους διχασμού και πολιτισμικού πολέμου. Η πανδημία όμως επιμένει.

Θα παίξει έντιμα το παιχνίδι της κάλπης ο Τραμπ;

Η πανδημία δεν μεταμόρφωσε ριζικά μόνο την ουσία των εκλογών αλλά και τη μορφή τους. Οι Δημοκρατικοί είχαν την τύχη να κάνουν τις προκριματικές τους εκλογές και να καταλήξουν σε μια κοινή υποψηφιότητα πριν ξεσπάσει η καταιγίδα. Αλλά καμία από τις συνηθισμένες δραστηριότητες του εκλογικού ημερολογίου – οι προεκλογικές συγκεντρώσεις, οι προεκλογικές ομιλίες, τα ντιμπέιτ – δεν θα είναι οι ίδιες με το παρελθόν. Εως τώρα, αυτό το καινοφανές περιβάλλον δείχνει να τραυματίζει τον Τραμπ και να βοηθάει τον Μπάιντεν.

Το 2016 τα πλήθη φώναζαν στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του Τραμπ «χτίστε το τείχος» ενώ αναφερόμενα στη Χίλαρι Κλίντον έλεγαν «κλειδώστε την». Ο κόσμος έμοιαζε να μεταγγίζει στον Τραμπ πολιτική ενέργεια. Τον περασμένο μήνα στην Τούλσα της Οκλαχόμα, όμως, το πλήθος ήταν απογοητευτικά μικρό, ενώ οι συγκεντρώσεις στο Πόρτσμουθ και το Νιου Χάμσαϊρ ακυρώθηκαν. Νέες συγκεντρώσεις δεν προγραμματίστηκαν.

Τώρα υπάρχουν φόβοι πως ο Τραμπ δεν θα παίξει το παιχνίδι της κάλπης έντιμα. Την περασμένη εβδομάδα περισσότερες από τριάντα οργανώσεις συντάχθηκαν γύρω από την πρωτοβουλία Protect the Results, στόχος της οποίας είναι η κινητοποίηση του κόσμου σε περίπτωση που ο Τραμπ «αμφισβητήσει το αποτέλεσμα, αρνηθεί να παραδώσει την εξουσία ή κηρύξει νίκη πριν τελειώσει η καταμέτρηση.

The Guardian