ΚΟΣΜΟΣ

«Ο Μισισιπής καίγεται»

Οι έως τώρα άγνωστοι στη δημοσιότητα φάκελοι και τα φωτογραφικά ντοκουμέντα της υπόθεσης δολοφονίας τριών ακτιβιστών υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία έλαβε χώρα στο Μισισιπί των ΗΠΑ το 1964, έρχονται για πρώτη φορά στο φως, 57 χρόνια μετά το συμβάν.

Η δολοφονία των Τζέιμς Τσένεϊ, Άντριου Γκούντμαν και Μάικλ Σβέρνερ είχε καταφέρει να προκαλέσει την οργή και την αντίδραση της κοινωνίας ήδη από την εποχή της, βοηθώντας στην ψήφιση του Νόμου περί πολιτικών δικαιωμάτων, την ίδια χρονιά. Η δολοφονία των τριών ακτιβιστών ενέπνευσε, αργότερα, το σενάριο της ταινίας «Ο Μισισιπής καίγεται», που γυρίστηκε το 1988.

Οι φάκελοι και όλα τα σχετικά με την υπόθεση έγγραφα, τα οποία καλύπτουν την εκτενέστατη έρευνα που διήρκεσε από το 1964 έως το 2007, διατηρούνταν μέχρι πρότινος σφραγισμένα στο γραφείο του γενικού εισαγγελέα του Μισισιπί. Το 2019, το υλικό μεταφέρθηκε στο Ιστορικό Αρχείο του Μισισιπί, στην πόλη Τζάκσον, όπου κατέστη προσβάσιμο στο ευρύ κοινό την περασμένη εβδομάδα.

Τα αρχεία αυτά συμπεριλαμβάνουν τους φακέλους της υπόθεσης, υπομνήματα του FBI, αναφορές των πληροφοριοδοτών και καταθέσεις των μαρτύρων της έρευνας. Ανάμεσα στα ντοκουμέντα συγκαταλέγονται φωτογραφίες από την εκταφή και την νεκροψία των θυμάτων, μαζί με αεροφωτογραφίες από το σημείο ταφής τους.

Οι τρεις άνδρες, όλοι γύρω στην ηλικία των 20, όταν έφυγαν από τη ζωή, είχαν μεταβεί στο Μισισιπί το καλοκαίρι του 1964, προκειμένου να ανακαλύψουν τους υπαίτιους για τον εμπρησμό μιας εκκλησίας Αφροαμερικανών.

Οι άνδρες είχαν συλληφθεί από έναν τοπικό σερίφη, βάσει μιας παραβίασης του Κ.Ο.Κ. που φέρονταν να διέπραξαν. Ο σερίφης τους άφησε μετά από λίγο ελεύθερους, έχοντας προηγουμένως ειδοποιήσει τα μέλη μιας ντόπιας συμμορίας, η οποία, όπως αποδείχθηκε αργότερα, συνδεόταν άμεσα με την Κου Κλουξ Κλαν.

Όταν διαπιστώθηκε ότι οι τρεις νέοι είχαν εξαφανιστεί, ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ, Λίντον Τζόνσον, διέταξε την διενέργεια μιας ομοσπονδιακής έρευνας, σε συνεργασία με τις ντόπιες αστυνομικές αρχές. Συνάδελφοι των ανδρών φοβόντουσαν ήδη από την αρχή ότι οι νεαροί είχαν πέσει θύματα της Κου Κλουξ Κλαν, εξαιτίας της δράσης τους. Ο τότε κυβερνήτης του Μισισιπί είχε υποστηρίξει ότι η εξαφάνισή τους επρόκειτο περί «απάτης», ενώ ένας γερουσιαστής ονόματι Τζιμ Ίστλαντ σχολίασε πως οι άνδρες το έκαναν «για τη δημοσιότητα».

Τελικά, στις 4 Αυγούστου του 1964, τα πτώματα των τριών νέων βρέθηκαν θαμμένα στην ιδιοκτησία ενός μέλους της Κου Κλουξ Κλαν. Όλοι τους είχαν πυροβοληθεί εξ επαφής, ενώ ο Τσένεϊ είχε υποστεί, επίσης, άγριο ξυλοδαρμό.

Για το έγκλημα απαγγέλθηκαν τελικά κατηγορίες σε 19 άτομα, επτά εκ των οποίων κατέληξαν στη φυλακή. Κανένας τους δεν εξέτισε ποινή, μεγαλύτερη της εξαετούς κάθειρξης.

Το 2004, η υπόθεση άνοιξε ξανά από τον γενικό Εισαγγελέα του Μισισιπί. Η περαιτέρω έρευνα οδήγησε στην καταδίκη του Έντγκαρ Ρέι Κίλλεν, ο οποίος υπήρξε ιερέας και επικεφαλής της Κου Κλουξ Κλαν κατά τη δεκαετία του ’60. Ο Κίλλεν βρέθηκε ένοχος για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας.

Σύμφωνα με τα όσα κατέθεσαν μάρτυρες στη δίκη του, τον Ιούνιο του 1964 ο Κίλλεν είχε μαζέψει με το φορτηγάκι του μέλη της ΚΚΚ, για να στήσουν ενέδρα στους Σβέρνερ, Τσένεϊ και Γκούντμαν. Ο αρχηγός είχε ειδοποιήσει κάποια από τα μέλη της ομάδας, ώστε να φορούν πλαστικά ή λαστιχένια γάντια. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης, ο Κίλλεν βρισκόταν σε ένα γραφείο κηδειών, προκειμένου να εξασφαλίσει άλλοθι για τον εαυτό του.

Ο Κίλλεν πέθανε στη φυλακή το 2018, όντας 92 ετών. Ο τότε γενικός εισαγγελέας του Μισισιπή, Τζιμ Χουντ, είχε ήδη κλείσει επίσημα την υπόθεση, δυο χρόνια πριν.