ΤΕΧΝΕΣ

Ο άφταστος, αυτοκαταστροφικός Μπέμπης

 Ο άφταστος, αυτοκαταστροφικός Μπέμπης

Πάθος του ήταν η Μπέμπα Μπλανς, έρωτας που τον έφαγε, μαζί και το ποτό εξαιτίας του οποίου μπαινόβγαινε στα ψυχιατρεία

Φτάνοντας στην πέμπτη σελίδα του νέου βιβλίου του Θωμά Κοροβίνη, συνειδητοποιείς ότι τώρα βλέπεις την πρώτη τελεία. Και όμως την ίδια στιγμή αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό δεν σε ενόχλησε καθόλου. Είναι τόσο χειμαρρώδης, αλλά και συγχρόνως συναισθηματική, γεμάτη πληροφορίες η γραφή του, που σε μαγνητίζει. Όπως άλλωστε και το θέμα: η ζωή του Μπέμπη. Αυτός είναι και ο τίτλος «Μπέμπης» (εκδόσεις Άγρα).

Ήταν το παρατσούκλι του Δημήτρη Στεργίου, εξαιρετικά επιδέξιου σολίστ πολλών εγχόρδων μουσικών οργάνων, πάνω απ’ όλα όμως του μπουζουκιού και της κιθάρας. «Τύπος υπερήφανος, αγωνιώδης με δυναμικότητα και αρρενωπή επιβλητική καλλονή», όπως τον περιγράφει ο συγγραφέας, ο Μπέμπης (1927 -1972) ήταν από τους πιο ιδιοφυείς και μορφωμένους μουσικούς της εποχής του, καλλιτέχνης πίστας άφταστος, με επιθετικότητα, πάθος… «συνάμα εσωστρεφής και αυτοκαταστροφικός». Πάθος του ήταν και η Μπέμπα Μπλανς, έρωτας που τον έφαγε, όπως έλεγαν οι παλιοί, μαζί και το ποτό εξαιτίας του οποίου μπαινόβγαινε στα ψυχιατρεία. Από αλκοόλ πέθανε μόλις στα 45 του αφήνοντας ελάχιστες ηχογραφήσεις, αφού περιφρονούσε τα στούντιο.

Όμως το πάθος και η τεχνική του, οι πρωτότυποι αυτοσχεδιασμοί προκάλεσαν τον θαυμασμό των θαμώνων των λαϊκών κέντρων σε Ελλάδα και Αμερική. Κέρδισαν επίσης και τον σεβασμό των ομοτέχνων του, με πρώτο και καλύτερο τον Μανώλη Χιώτη. Το ποιος ήταν καλύτερος παραμένει θέμα συζήτησης στις παρέες των μουσικών όπως και οι «κόντρες» μεταξύ τους, αν και οι γνώστες μιλούσαν για αμοιβαίο σεβασμό.

Ακούραστος μελετητής της λαϊκής παράδοσης αλλά και της δημιουργίας που ανθεί στο περιθώριο, συγγραφέας βιβλίων για τους Ζεϊμπέκους της Μικράς Ασίας, τους Ασίκηδες αλλά και τους Στέλιο Καζαντζίδη, Σωτηρία Μπέλλου, Γιώργο Ιωάννου και άλλους, συνθέτης, στιχουργός λαϊκών τραγουδιών, ο Θ. Κοροβίνης βυθίζεται αυτή τη φορά στον ταραγμένο κόσμο του Δημήτρη Στεργίου. Λέω βυθίζεται, γιατί ο συγγραφέας ζωντανεύει με μια πυρετώδη αφοσίωση, με αληθινά αλλά και μυθοποιημένα περιστατικά την περιπέτεια της ζωής του ατίθασου, ανυπάκουου και ευαίσθητου ήρωά του. Και συγχρόνως τον κόσμο, απόκληρο και μη, μιας ολόκληρης εποχής.

Καλοδιαλεγμένοι στίχοι από λαϊκά τραγούδια του Βαμβακάρη, του Γενίτσαρη, του Τσιτσάνη, του Ζαμπέτα και πολλών ακόμη, ξεχασμένες λέξεις με αραβική, αρβανίτικη, τούρκικη, βουλγάρικη, ποντιακή αλλά και αρχαία ελληνική καταγωγή, ποικίλλουν τη χυμώδη γλώσσα του.

Στα κείμενα του Κοροβίνη διακρίνεις τα ίχνη της θητείας του ως φιλολόγου, ακόμη τα χρόνια που έζησε στην Κωνσταντινούπολη, την αγάπη του για τον ελληνικό αλλά και τον τουρκικό λαϊκό πολιτισμό, καθώς και την οργανωμένη ματιά ενός σοβαρού γνώστη- ερευνητή. Οι λέξεις που διαλέγει για να σμιλέψει το μυθιστόρημά του –θα μπορούσε να σταθεί ως μονόλογος στο θέατρο–, ζωντανεύουν με αληθοφάνεια τους ήρωές του. Στις σημειώσεις στο κάτω μέρος της σελίδας, οι πιο παλιές, οι πιο περιθωριακές από αυτές, μεταφράζονται εμπλουτίζοντας ένα λεξικό της πιάτσας από τα βάθη του περασμένου αιώνα.

Σε μια εποχή που η τηλεόραση επιβεβαιώνει και κολακεύει από το πρωί έως το βράδυ τη στερεοτυπία της ελαφρότητας, ο Κοροβίνης υπενθυμίζει κιμπάρικα την αδρή γλυκόπικρη γεύση της αληθινής ζωής, ενός ολόκληρου κόσμου, που φωλιάζει ακόμη στην πιο τραυματισμένη πλευρά της συλλογικής μας μνήμης.

Γιώτα Συκκά-kathimerini.gr