ΤΕΧΝΕΣ

Νέα έκδοση της «Πάπισσας Ιωάννας» του Εμμανουήλ Ροΐδη

Νέα έκδοση της «Πάπισσας Ιωάννας» του Εμμανουήλ Ροΐδη

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904) δημοσίευσε την «Πάπισσα Ιωάννα» το 1866, βάζοντας στο στόχαστρο της σάτιράς του πολλαπλούς αποδέκτες. Το μυθιστόρημα έχει κάνει πολλαπλές επανεκδόσεις, από τον καιρό της πρώτης κυκλοφορίας του μέχρι και τα χρόνια μας, και τώρα κρατάμε στα χέρια μας τη νέα, αναθεωρημένη και εξαντλητικά σχολιασμένη έκδοσή του από τον Gutenberg, με επιμέλεια και προλεγόμενα του Δημήτρη Δημηρούλη.

Ο Ροΐδης χρησιμοποιεί το ιστορικό περιβάλλον της «Πάπισσας Ιωάννας» προσχηματικά: εκείνο το οποίο πρωτίστως τον απασχολεί είναι η διεφθαρμένη εξουσία της εποχής του. Βασισμένος σε μεσαιωνικά χειρόγραφα, σε ιστορικές πραγματείες και σε εκκλησιαστικές μελέτες, τις οποίες διερεύνησε εξονυχιστικά, ο Ροΐδης θα μεταφέρει τον μύθο του στον 9ο αιώνα κατά τον οποίο η Ιωάννα, που είναι κόρη άγγλου μοναχού, θα συζήσει μεταμφιεσμένη με τον Φρουμέντιο σε μοναστήρι Βενεδικτίνων της Γερμανίας. Όταν η μεταμφίεσή της γίνει αντιληπτή, το ζευγάρι θα αναζητήσει καταφύγιο στην Αθήνα, όπου ο αδελφός Ιωάννης αποκτά τεράστια φήμη για τη μόρφωση και την ομορφιά του. Ο ανήσυχος, παρόλα αυτά, χαρακτήρας της Ιωάννας θα τη σπρώξει εκ νέου σε φυγή. Προορισμός της είναι τώρα η Ρώμη και ο παπικός θρόνος. Η Ιωάννα απολαμβάνει ως πάπισσα όλες τις χαρές του θρόνου της. Ερωτεύεται, όμως, τον θαλαμηπόλο της και όταν ο λαός θα την πιέσει να κάνει λιτανεία για την απομάκρυνση των φυσικών καταστροφών που πλήττουν την πόλη, θα γεννήσει το παιδί του και θα πεθάνει αμέσως μαζί του.

Λίγο μετά τη δημοσίευση του κειμένου ο Ροΐδης αντιμετώπισε καταδικαστική εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου (όχι αφορισμό) ενώ δεν έλειψαν οι κατηγορίες, από πλήθος κατευθύνσεις, και για λογοκλοπή. Σήμερα η «Πάπισσα Ιωάννα» θεωρείται μια από τις κορυφαίες λογοτεχνικές στιγμές του 19ου αιώνα. Ο Ροΐδης, με όπλο τη διαφωτιστική του παιδεία, στράφηκε εναντίον του ρομαντισμού, υπονομεύοντας εκ παραλλήλου το ιστορικό μυθιστόρημα ενώ πλούτισε την πεζογραφία της εποχής με τρία ριζικά ανανεωτικά στοιχεία: τη σάτιρα, τον ρεαλισμό και τον παιγνιώδη χαρακτήρα ως προς τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί τις λογοτεχνικές και τις εξωλογοτεχνικές πηγές του. Στα μέσα, ή και λίγο παραπάνω, του 19ου αιώνα η ελληνική πεζογραφία έρχεται να μας συστηθεί με έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς της ιστορίας της.

Η υπόθεση της Πάπισσας Ιωάννας αναδύεται όχι κατά τον 9ο αιώνα, όπου και τοποθετείται χρονολογικά η μυθιστορηματική δράση, αλλά μεταξύ 13ου και 16ου αιώνα, οπότε και ξεσπούν οι διαμάχες για την ιστορική ύπαρξη της Ιωάννας. Το γεγονός, όπως παρατηρεί ο Δημηρούλης, δεν τεκμηριώθηκε ποτέ, είτε από την παλαιότερη είτε από τη σύγχρονη ιστορική έρευνα. Εκείνο που έχει, παρόλα αυτά, σημασία για την περίπτωση του Ροΐδη δεν είναι ο μύθος ή η πραγματικότητα του μοναδικού στα εκκλησιαστικά χρονικά θηλυκού Πάπα, αλλά το μυθιστόρημα της «Πάπισσας Ιωάννας», το οποίο μολονότι χαρακτηρίζεται στην πρώτη έκδοσή του «ιστορική πραγματεία», γράφτηκε, διαβάστηκε, έγινε αντικείμενο ανηλεών επιθέσεων, σχολιάστηκε και σφραγίστηκε γραμματολογικά ως μυθιστόρημα ιστορικής φαντασίας.

Παίζοντας από τη μια πλευρά με την επιστημονική γνώση της ιστοριογραφίας και από την άλλη με τις γλωσσοπλαστικές δυνατότητες και τις φαντασιακές ικανότητες της λογοτεχνίας, ο Ροΐδης σπεύδει να αναλάβει πολλούς και εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους ρόλους: υποδύεται τον φιλέρευνο ιστοριοδίφη, προβάλλεται ως εργώδης υπομνηματιστής, σατιρίζει με δαιμόνιο πνεύμα την Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία, αποφεύγοντας να θίξει την πίστη αμφοτέρων των δογμάτων, ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τους βέβαιους επικριτές της σάτιράς του, και τους αντιμετωπίζει με τα κείμενα «Επιστολαί ενός Αγρινιώτου» (απαντητικά σχόλια δημοσιευμένα λίγο μετά την κυκλοφορία του βιβλίου στην εφημερίδα «Αυγή», τα οποία πρέπει να θεωρηθούν οργανικό μέρος της «Πάπισσας Ιωάννας»). Εκ παραλλήλου, ο συγγραφέας αυτοσατιρίζεται ακατάπαυστα όσο ξεδιπλώνεται η πλοκή, μετακινείται ως δεινός γεωγράφος και ταξιδευτής από τη Γερμανία στην Ελλάδα και από την Ελλάδα στην Ιταλία, μετατρέπεται ως αφηγητής σε ερωτικό λάτρη της ομορφιάς και της γυναικείας χάρης της Ιωάννας, χωρίς να υποκύπτει ποτέ στον οποιονδήποτε συναισθηματισμό, αλλά και μοιάζει να θλίβεται, αν και από τεράστια απόσταση (σαν να είναι κλαυσίγελος), με τον βασανιστικό και ταυτοχρόνως γελοίο θάνατό της – άλλο ένα δείγμα της σύμπλεξης αντιρομαντισμού και διαφωτισμού, καθώς κι ένα τεκμήριο για το ενδιαφέρον που προκάλεσε ο Ροΐδης στην Ευρώπη όταν μεταφράστηκε η Πάπισσα Ιωάννα. Ο Δημηρούλης μάς λέει πολλά και συναρπαστικά γι’ αυτό στα προλεγόμενά του.

Νέα έκδοση της «Πάπισσας Ιωάννας» του Εμμανουήλ Ροΐδη

Πώς μπορεί να μετρήσει για μας σήμερα η «Πάπισσα Ιωάννα»; Όχι ασφαλώς με το αντικληρικαλιστικό της πνεύμα, πνεύμα που μολονότι και στις ημέρες μας συγκινεί πολλούς, δεν αποτελεί στοιχείο της ατζέντας της εποχής μας, ούτε ακριβώς με τη σάτιρα (συνυφασμένη αναπόφευκτα με τον αντικληρικαλισμό) και με τη θεματική του πρωτοτυπία, εφόσον, όπως είδαμε, το ζήτημα του θηλυκού Πάπα, μολονότι άλυτο, έχει συζητηθεί εις βάθος ανά τους αιώνες. Νομίζω πως δύο είναι τα δεδομένα που αναζωογονούν την «Πάπισσα Ιωάννα» στο δικό μας χρονικό πλαίσιο. Το ένα είναι ο παιγνιώδης χαρακτήρας της, για τον οποίο κουβεντιάσαμε από την πρώτη στιγμή: η συνάντηση Ιστορίας, λογοτεχνικής φαντασίας και ειρωνείας που υπερκεράζει τη σάτιρα, χτίζοντας ένα προς ένα τα μοτίβα της (από την εκκλησιαστική διαφθορά και την ιστορική αντιμετώπιση της γυναικείας σεξουαλικότητας μέχρι τις χαώδεις πολιτισμικές αντιθέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ευρώπη). Το αποτέλεσμα είναι ένα απ’ άκρου εις άκρον περιπαικτικό κείμενο, το οποίο, αν θέλουμε να εντάξουμε στον μοντερνισμό ή στον μεταμοντερνισμό, θα πρέπει πρωτύτερα να το φιλτράρουμε μέσα από κειμενικά ανάλογα του καιρού του, όπως προσφυώς σημειώνει ο Δημηρούλης. Το άλλο, ανοιχτό δεδομένο για την αναζωογόνηση και τον σύγχρονο εγκλιματισμό της «Πάπισσας Ιωάννας» είναι η γλώσσα, που αποτελεί την αιχμή του δόρατος για τον περιπαικτικό της κόσμο. Μια νευρώδης, αεικίνητη, περίτεχνη, ευρηματική και ακούραστη ως προς τους θεσμούς και τα ήθη που επιδιώκει να αποκαθηλώσει, καθαρεύουσα. Μια καθαρεύουσα που είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανακτήσουν και να ελέγξουν οι σημερινές γενιές (αλλά και να υποκαταστήσουν οι παλαιότερες και οι νεότερες ενδογλωσσικές μεταφράσεις). Και μια καθαρεύουσα επίσης η οποία μπορεί να λειτουργήσει μόνο με τη βοήθεια συστηματικών εκδοτικών εργαλείων, όπως συμβαίνει με το κοπιωδώς προετοιμασμένο γλωσσάρι του Δημηρούλη.