ΚΟΣΜΟΣ

Ενέργεια: Ο χειμώνας μιας ακόμη ευρωπαϊκής κρίσης

Ενέργεια: Ο χειμώνας μιας ακόμη ευρωπαϊκής κρίσης

Όλα δείχνουν ότι ο φετινός χειμώνας θα σφραγιστεί από άλλη μια μεγάλη ευρωπαϊκή κρίση, αυτή τη φορά με επίκεντρο την ενέργεια

Αντιμέτωπη με μια χωρίς προηγούμενο ενεργειακή κρίση και μην έχοντας ούτε τη διάθεση ούτε και τη βούληση να διαλέξει μια άλλη πιο συνολική στρατηγική, η Ευρωπαϊκή Ένωση απλώς προσπαθεί να προετοιμαστεί για αυτή, σε μια προσπάθεια να περιορίσει τις επιπτώσεις αλλά όχι να την αποφύγει.

Δεν είναι τυχαίο ότι η διαπραγμάτευση για την ενέργεια κατέληξε, πέραν όλων των άλλων, και σε δεσμευτικές αποφάσεις για μείωση της κατανάλωσης, οριζόντια και παρά τις διαφορετικές ενεργειακές συνθήκες σε κάθε χώρα.

Ούτε είναι τυχαίο ότι στις 19 Σεπτεμβρίου δόθηκε στη δημοσιότητα το σχέδιο για ένα νέο εργαλείο έκτακτης ανάγκης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που με αφορμή την καταστροφική εμπειρία της πρώτης φάσης της πανδημίας, όταν δεν κατέρρευσαν μόνο οι εφοδιαστικές αλυσίδες αλλά και κάθε έννοια αλληλεγγύης, πλέον να διαμορφώσει ευρωπαϊκούς κανόνες για την εξασφάλιση στρατηγικών αποθεμάτων, την αποφυγή του ενδεχομένου χώρες να επιβάλουν περιορισμούς στις εξαγωγές και τη διατήρηση της ελεύθερης κυκλοφορίας αγαθών (άρα και ενεργειακών προϊόντων και ηλεκτρισμού) ακόμη και σε περίοδο κρίσης.

Η ενεργειακή κρίση πυροδοτεί υφεσιακές δυναμικές

Όλα δείχνουν ότι όσο πλησιάζουμε στον χειμώνα τόσο περισσότερο θα βλέπουμε την ενεργειακή κρίση να μετασχηματίζεται σε μια υφεσιακή δυναμική στην οικονομία.

Και αυτό γιατί παρότι τόσο σε επίπεδο κρατών-μελών αλλά και συνολικά ΕΕ φαίνεται να έχει γίνει συστηματική προσπάθεια ως προς τη δημιουργία επαρκών αποθεμάτων φυσικού αερίου όσο και ως προς την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων, κυρίως μέσα από την αύξηση της παραγωγής των πυρηνικών και των εργοστασίων που χρησιμοποιούν γαιάνθρακα, εντούτοις οι τιμές, ιδίως του φυσικού αερίου παραμένουν πολύ υψηλές για αρκετές βιομηχανίες.

Ας μην ξεχνάμε ότι το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται όχι μόνο για την παραγωγή ενέργειας αλλά και απευθείας σε μια σειρά από κλάδους: από την παραγωγή λιπασμάτων – το φυσικό αέριο είναι απαραίτητο για την παραγωγή αζωτούχων λιπασμάτων – έως όλες τις βιομηχανίες που χρησιμοποιούν κλιβάνους ή χρειάζονται υψηλές θερμοκρασίες, από την υαλουργία και τη μεταλλουργία έως την βιομηχανία παραγωγής χαρτιού και τη βιομηχανία τροφίμων.

Πολλές τέτοιες επιχειρήσεις στην Ευρώπη έχουν ήδη αναγκαστεί να μειώσουν την παραγωγή τους, να κλείσουν γραμμές παραγωγής ή και ολόκληρες μονάδες και να θέσουν το προσωπικό τους σε αναστολή εργασίας, ακριβώς γιατί είναι αδύνατο να απορροφήσουν τις ιδιαίτερα αυξημένες τιμές του φυσικού αερίου σε συνδυασμό με τις υψηλές τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος.

Μόνο που μια τέτοια μείωση της παραγωγής έχει αντίκτυπο συνολικά στην οικονομία.

Σε αυτό προστίθεται και μια ακόμη παράμετρος που έχει ήδη να είναι μετρήσιμη σε χώρες όπως η Ιταλία: αντιμέτωποι με μια χωρίς προηγούμενο αβεβαιότητα και ανασφάλεια ως προς το πόσο μεγάλοι θα είναι οι λογαριασμοί ενέργειας που θα πληρώσουν τον χειμώνα, πολλοί καταναλωτές ήδη περιορίζουν την κατανάλωση στα περισσότερο απαραίτητα, αναζητούν φτηνότερες «ετικέτες» και προσανατολίζονται προς τη συσσώρευση καταναλωτικού χρέους αντί να σπαταλήσουν τη διαθέσιμη ρευστότητά τους.

Μόνο που μια υποχώρηση της ιδιωτικής κατανάλωσης σε συνδυασμό με έναν περιορισμό της παραγωγής σε κρίσιμους κλάδους είναι βασιλική οδός για την ύφεση, ενώ ανάλογα με τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης θα δούμε και εάν αυτό θα οδηγεί και σε υποχώρηση της απασχόλησης και άνοδο της ανεργίας.

Η αμήχανη αναζήτηση στρατηγικής

Σε αυτό το φόντο, η Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι τώρα προσπαθεί να συνδυάσει διαφορετικές προτεραιότητες, χωρίς μέχρι τώρα να μπορέσει να τις συνδυάσει.

Θέλει να μειώσει σημαντικά την κατανάλωση ενέργειας και ιδίως φυσικού αερίου ώστε ιδίως η Γερμανία να μην κινδυνεύει με μεγάλες ελλείψεις, αλλά δεν θέλει αυτό να γίνει με όρους «αυτοματισμού της αγοράς», δηλαδή την μείωση της κατανάλωσης εξαιτίας μεγάλης αύξησης των τιμών.

Θέλει να μην μεταφερθεί το κόστος της ενεργειακής κρίσης στα νοικοκυριά και τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, αλλά δεν θέλει να μετασχηματίσει ριζικά το σύστημα αγορών ενέργειας στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα να μην έχει μπορέσει να προτείνει έναν μηχανισμό αποσύνδεσης της τιμής του ηλεκτρικού από την τιμή του φυσικού αερίου.

Θέλει να υπάρξουν επιδοτήσεις των ευάλωτων κοινωνικών κατηγοριών, για λόγους κοινωνική συνοχής, αλλά δεν θέλει να υπάρξει μεγάλη επιβάρυνση των προϋπολογισμών και ταυτόχρονα θεωρεί ότι ως ένα βαθμό οι υψηλότερες τιμές είναι τρόπος να περιοριστεί η κατανάλωση.

Θέλει να κατοχυρώσει μορφές «υποχρεωτικής» αλληλεγγύης, κυρίως με το να μην επιτρέψει σε χώρες να κάνουν «μονομερείς» επιλογές αλλά να τις υποχρεώσει να διαθέτουν προϊόντα και ενέργεια στην ενιαία αγορά, αλλά δεν γίνεται καμία συζήτηση για διεύρυνση της ευρωπαϊκής δαπάνης.

Την ίδια στιγμή, οι καταναλωτές εξακολουθούν να μην έχουν μια σαφή εικόνα της κλίμακας και της μορφής της επιδότησης που θα λάβουν, αλλά και τους είδους των «υποχρεωτικών» μειώσεων κατανάλωσης που θα κληθούν να κάνουν, την ώρα που ούτως ή άλλως ο αυξημένος πληθωρισμός στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ροκανίζει το διαθέσιμο εισόδημα.

Σε αυτό το φόντο, η προσπάθεια να διαμορφωθεί η αίσθηση ότι «είμαστε σε κρίση» ή «είμαστε σε πόλεμο» που ολοένα και συχνότερα εναλλάσσονται με τις απαραίτητες κατευναστικές δηλώσεις, αρχίζει λιγότερο σε «ρεαλισμό» και περισσότερο σε προσπάθεια να αποτραπεί το ενδεχόμενο η ενεργειακή κρίση να πυροδοτήσει κοινωνικές εκρήξεις.

Παναγιώτης Σωτήρης-ot.gr