ΕΛΛΑΔΑ

Ελληνοτουρκικός διάλογος με ασαφή ορίζοντα

Η συνάντηση Τσίπρα και Ερντογάν παρουσιάστηκε ως εκκίνηση ενός προσεκτικού διαλόγου. Όμως ο ορίζοντάς του παραμένει ακόμη ασαφής

Αυτή τη φορά φαίνεται πως σε αντίθεση με την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα στα τέλη του 2017, υπήρξε μια αμοιβαία προετοιμασία, ώστε η ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής να αφήσει ένα θετικό στίγμα, τόσο στην επικοινωνιακή διάσταση, όσο και ως εκκίνηση ενός διαλόγου.

Αυτό αποτυπώθηκε όχι μόνο στις προσεκτικές δηλώσεις των δύο ηγετών μετά το πέρας της μεταξύ τους συνάντησης, αλλά και στον τρόπο που ιεράρχησαν τα θέματα προς συζήτηση.

Δεν είναι τυχαίο έτσι ότι και οι δύο έδωσαν βάρος στη διασυνοριακή οικονομική συνεργασία, με τον Ταγίπ Ερντογάν να υπογραμμίζει ότι υπάρχει μεγάλο περιθώριο αύξησης του όγκου των εμπορικών συναλλαγών ανάμεσα στις δύο χώρες και τον Αλέξη Τσίπρα να δηλώνει ότι θα γίνει προσπάθεια το καλοκαίρι να λειτουργήσει η ακτοπλοϊκή σύνδεση Θεσσαλονίκης και Σμύρνης, ότι θα προωθηθεί η σιδηροδρομική σύνδεση και το άνοιγμα και επιπλέον γέφυρας στον Έβρο.

Οι οικονομικές σχέσεις είναι ένα πεδίο για το οποίο ενδιαφέρονται οι δύο χώρες, η μεν Τουρκία στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, η δε Ελλάδα ως πλευρά της διαδικασίας ανάκαμψης.

Αντίστοιχα, και οι δύο ηγέτες κράτησαν κοινό τόνο ως προς το προσφυγικό, υπερασπιζόμενοι την ανάγκη να τηρηθούν όλες οι πλευρές της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, με τον Τούρκο πρόεδρο να επιμένει ότι η ΕΕ δεν έχει φανεί συνεπής στις υποσχέσεις της, την ώρα που η Τουρκία υφίσταται όλο το βάρος της φιλοξενίας τεσσάρων εκατομμυρίων προσφύγων και τον έλληνα πρωθυπουργό να επισημαίνει ότι πρέπει να τηρηθεί η συμφωνία και να αναθεωρηθεί επί τα βελτίω η τελωνειακή σχέση ΕΕ και Τουρκίας, ενώ επανέλαβε και την πάγια ελληνική θέση υπέρ της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην ΕΕ (έστω και εάν βέβαια αυτή έχει γίνει πια ένα πολύ μακρινό ενδεχόμενο).

Όμως, ακόμη και σε θέματα που φαινομενικά εντάσσονται στα ζητήματα που αφορούν την οικοδόμηση καλύτερου κλίματος και δεν αφορούν τα μεγάλα «αγκάθια» στις διμερείς σχέσεις, η τουρκική πλευρά έδειξε ότι θα κάνει σκληρή διαπραγμάτευση.

Έτσι λοιπόν παρότι και οι δύο ηγέτες τόνισαν τη σημασία των αντίστοιχων μειονοτήτων στις δύο χώρες ως γεφυρών ανάμεσα στις δύο χώρες, ο Τούρκος πρόεδρος συνέδεσε την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης (που ορισμένοι προεξόφλησαν ότι θα αποτελούσε ένα από τα αποτελέσματα της συνάντησης) με τη λύση των ζητημάτων που αφορούν τους μουφτήδες στη Δυτική Θράκη.

Από εκεί και πέρα, είναι ενδεικτικό ότι και οι δύο ηγέτες αναφέρθηκαν στο ζήτημα των 8 Τούρκων αξιωματικών, με τον έλληνα πρωθυπουργό να επιμένει ότι πρέπει να γίνουν σεβαστές οι αποφάσεις της ελληνικής δικαιοσύνης και την τουρκική πλευρά να επιμένει στο αίτημα της έκδοσης.

Ωστόσο, έχει σημασία ότι και οι δύο πλευρές συμφώνησαν στην ανάγκη αναβάθμισης της αντιτρομοκρατικής συνεργασίας, κάτι βέβαια που για την τουρκική πλευρά αφορά ευρύ φάσμα οργανώσεων που περιλαμβάνει και τις κουρδικές πολιτικές οργανώσεις, όπως το PKK, άλλες αριστερές οργανώσεις, αλλά και τη γενική κατηγορία των «γκιουλενιστών».

Στο πλαίσιο της λογικής των προσεκτικών βημάτων είναι εμφανές ότι σε ό,τι αφορά τα ανοιχτά ερωτήματα σε σχέση με τις διαφορές στο Αιγαίο και τα ζητήματα που αφορούν την υφαλοκρηπίδα, την ΑΟΖ και τις εξορύξεις, επιλέχτηκε να κρατηθούν χαμηλοί τόνοι. Αντίθετα, φαίνεται ότι θα γίνει προσπάθεια για εκ νέου ενεργοποίηση της συζήτησης για «μέτρα εμπιστοσύνης» στο Αιγαίο και για περιορισμό των εντάσεων.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν τα όσα αναφέρθηκαν για το Κυπριακό. Μετά την κατάρρευση του προηγούμενου γύρου συνομιλιών ακριβώς πάνω στη συζήτηση για τις εγγυήσεις και την ασφάλεια, φαίνεται ότι τώρα προκρίνεται μια διαφορετική μεθοδολογία, με προκαταρκτικές και προπαρασκευαστικές συναντήσεις ανάμεσα στις δύο χώρες πάνω ακριβώς σε αυτά τα θέματα, ώστε να μπορέσουν να τεθούν οι βάσεις για την προετοιμασία πιθανής λύσης.

Βέβαια, η αναφορά του Τούρκου προέδρου σε ισοτιμία των τουρκοκυπρίων με τους ελληνοκυπρίους παραπέμπει σε μια διαπραγμάτευση που κάθε άλλο παρά εύκολη θα είναι.

Πάντως, σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι τυχαίο ότι σε σχέση με την ανάγκη διαμόρφωσης κλίματος συνεργασίας στο Αιγαίο, ο έλληνας πρωθυπουργός επέλεξε να αναφερθεί στη Συμφωνία των Πρεσπών ως απόδειξη της δυνατότητας επίλυσης διαφορών.

Η πολιτική επιλογή και των δύο ηγετών να δείξουν ότι ανοίγει μια «νέα σελίδα» διαλόγου είναι προφανής.

Ο Αλέξης Τσίπρας βρίσκεται στην αρχή μιας προεκλογικής περιόδου και έχει επενδύσει ιδιαίτερα στην εικόνα του ηγέτη που τολμά και λύνει προβλήματα με γραμμή «εθνικής ευθύνης».

Από τη μεριά του ο Ταγίπ Ερντογάν έχει ανάγκη να δείχνει ότι έχει διεθνή αναγνώριση και καλές σχέσεις με τους γείτονές του, αλλά και χωρίς να κάνει «εκπτώσεις» (χαρακτηριστική η επικριτική στάση έναντι της ΕΕ), ώστε να μπορεί να επικεντρώσει στο μεγαλύτερο ανοιχτό μέτωπο που έχει αυτή την περίοδο, αυτό της Συρίας. Ας μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία είναι σε προεκλογική περίοδο (για τις αυτοδιοικητικές εκλογές) και η δημόσια παρουσία του Ερντογάν εντάσσεται και σε αυτό το πλαίσιο.

Όμως, την ίδια στιγμή τα ανοιχτά μέτωπα στις διμερείς σχέσεις είναι αρκετά. Από τη μεγάλη απόσταση στα ζητήματα που αφορούν την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, μέχρι όλες τις, από χρόνια, καταγραμμένες διαφορές στο Κυπριακό και περνώντας από τα ζητήματα που αφορούν και τις μειονότητες (π.χ. πέραν της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης υπάρχουν τα ανοιχτά ακόμη ζητήματα με τα ελληνορθόδοξα βακούφια), τα «αγκάθια» είναι αρκετά. Όπως καταγραμμένη είναι και όλη η πρόσφατη αρκετά επιθετική ρητορική από τη μεριά Τούρκων αξιωματούχων.

Με αυτή την έννοια το εάν μιλάμε για μια νέα σελίδα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι κάτι που θα κριθεί στα επόμενα βήματα.

Πηγή: in.gr