ΚΟΣΜΟΣ

Από πρωτοπόρος της τεχνολογίας στην αυτοκτονία

O Αμερικανός μεγιστάνας Τζον ΜακΆφι, ο δημιουργός του ομώνυμου αντιικού λογισμικού, βρέθηκε νεκρός στο κελί του, σε φυλακή της Καταλονίας, λίγες ώρες αφότου η ισπανική δικαιοσύνη έδωσε το πράσινο φως για την έκδοσή του στις ΗΠΑ.

Επρόκειτο για πολυσύνθετη και πολυσχιδή προσωπικότητα: Πρωτοπόρος της τεχνολογίας, ένας από τους πρώτους μεγιστάνες της Silicon Valley, υποψήφιος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.

Αυτός, κοντολογίς, ήταν ο άνθρωπος πίσω από το anti-virus που προστατεύει 500 εκατομμύρια υπολογιστές σε όλο τον κόσμο.

Η περιγραφή δεν κλείνει εδώ. Ο ΜακΆφι ήταν μια εξαιρετικά εκκεντρική φιγούρα επίσης. Κατά δήλωση του ήταν ο πατέρας 47 παιδιών, καθώς επίσης αρνητής της φορολογίας και φυγάς που κρυβόταν για χρόνια από τις αστυνομικές αρχές στο megayacht του.

Αυτή η πολυτάραχη ζωή έλαβε τέλος την Τετάρτη 23 Ιουνίου. Ο 75χρονος βρέθηκε νεκρός σε κελί φυλακής στην Βαρκελώνη.

Όταν τα ισπανικά δικαστήρια ενέκριναν την έκδοσή του στις ΗΠΑ, όπου αντιμετώπιζε κατηγορίες φοροδιαφυγής, και μπροστά στη σκέψη ότι θα περνούσε το υπόλοιπο της ζωής του σε μία αμερικανική φυλακή, αυτοκτόνησε.

Γεννημένος στην Αγγλία το 1945, ο Τζον ΜακΆφι μετακόμισε με την οικογένειά του στην Βιρτζίνια των ΗΠΑ, όπου και πέρασε προβληματικά παιδικά χρόνια. Ο πατέρας του τον χτυπούσε και τελικά αυτοκτόνησε με το κυνηγετικό όπλο του. Ο Τζον ήταν μόλις 15 χρόνων.

Η επαγγελματική του διαδρομή είναι εντυπωσιακή: Δούλεψε στη NASA, στην Xerox και στη Lockheed Martin, πριν ιδρύσει την εταιρεία που έφερε το όνομά του, το 1987. Εκείνες τις ημέρες διαχειριζόταν ένα BBS (bulletin board system), που θεωρείται ο προάγγελος του ίντερνετ.

Όταν το 1986 «χτύπησε» ο πρώτος μεγάλος ιός των υπολογιστών, με την ονομασία «Brain», αμέσως τηλεφώνησε σε έναν προγραμματιστή που ήξερε, εντοπίζοντας μία μεγάλη ευκαιρία. «Πρέπει να κάνουμε κάτι. Ξέρεις, θέλουμε να γράψουμε έναν κώδικα που να πολεμά αυτόν τον ιό», είπε. Το πρόγραμμα ονομάστηκε VirusScan και η εταιρεία του McAfee Associates.

Έγραψε το όνομά του στην ιστορία της βιομηχανίας του λογισμικού, καθώς δημιούργησε το πρώτο πρόγραμμα που «σκανάρει» όλους τους ιούς. Έως τότε, τα προγράμματα αυτά έψαχναν μόνο για έναν ιό κάθε φορά, καθώς την εποχή εκείνη κυκλοφορούσαν μόλις καμιά δεκαριά ιοί.

Το 2011 η εταιρεία του πουλήθηκε στην Intel αντί 7,68 δισ. δολαρίων και εκείνος έπαψε να έχει εμπλοκή με αυτήν.

Μάλιστα, η Intel επιχείρησε σε κάποια στιγμή να πάρει αποστάσεις από τον αμφιλεγόμενο επιχειρηματία, όμως η προσπάθεια rebranding δεν κράτησε για πολύ.

Ο ίδιος πάντως ζούσε μία εξωφρενική ζωή. Έζησε στην Μπελίζ για χρόνια, από όπου το έσκασε το 2012, όταν η αστυνομία τον αναζήτησε για να τον ανακρίνει για τον φόνο ενός γείτονά. Τελικά, οι αρχές έκριναν ότι δεν ήταν ύποπτος.

Όσο ζούσε ως φυγάς, γνώρισε την Τζάνις –ως ιερόδουλη- την οποία και τελικά παντρεύτηκε.

Το 2019 παραδέχθηκε ότι δεν είχε πληρώσει φόρους στις ΗΠΑ για οκτώ χρόνια. Επικαλέστηκε λόγους ιδεολογίας.

Τότε, μάλιστα, εγκατέλειψε τις ΗΠΑ για να αποφύγει να δικαστεί και ζούσε στο σκάφος του, με τη σύζυγο, 4 μεγάλα σκυλιά, 2 σωματοφύλακες και 7 άτομα προσωπικό.

Ο ΜακΆφι ήταν υπέρμαχος των κρυπτονομισμάτων, προσφέρθηκε να βοηθήσει την Κούβα να αποφύγει το αμερικανικό εμπάργκο, χρησιμοποιώντας ψηφιακά νομίσματα, και έκανε και μια απόπειρά να μπει ως πρόεδρος στον Λευκό Οίκο με το Libertarian Party.

Στις 3 Οκτωβρίου συνελήφθη στο αεροδρόμιο της Βαρκελώνης, καθώς ετοιμαζόταν να ταξιδέψει για την Κωνσταντινούπολη με βρετανικό διαβατήριο. Τα ισπανικά δικαστήρια συμφώνησαν να τον εκδώσουν στις ΗΠΑ, καθώς είχε καταδικαστεί για φοροδιαφυγή στο Τενεσί και αντιμετώπιζε κατηγορίες απάτης με κρυπτονομίσματα στη Νέα Υόρκη.

Ο ΜακΆφι είχε τη δυνατότητα να ασκήσει έφεση κατά της καταδικαστικής απόφασης, ωστόσο δεν άντεχε να περάσει άλλο χρόνο στη φυλακή.