ΕΛΛΑΔΑ

Έρευνα: Πώς θα διορθωθούν οι χρόνιες παθογένειες του ΕΣΥ

Τα μεγαλύτερα προβλήματα στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και προτάσεις για τη λύση τους παρουσιάζει έρευνα της διαΝΕΟσις.

Γνωρίζατε ότι 1 στους 5 Έλληνες δηλώνει ότι δεν έλαβε υπηρεσίες υγείας (μια εξέταση, μια διάγνωση ή μια θεραπεία) παρόλο που την είχε ανάγκη; Ότι 1 στους 3 καρκινοπαθείς δηλώνει ότι είχε πρόβλημα πρόσβασης στο γιατρό του, ενώ 1 στους 4 αντιμετώπισε πρόβλημα στην πρόσβαση στο φάρμακο; Και ότι το 60% των διαβητικών και των υπερτασικών είχαν πρόβλημα στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας;

Το ελληνικό Εθνικό Σύστημα Υγείας νοσεί. Απαρχαιωμένες και αναποτελεσματικές δομές διοίκησης, σπατάλες και ανορθολογικές δαπάνες, ελλιπής σχεδιασμός και κατανομή των νοσοκομείων ανά την επικράτεια, αδιαφορία για τις πραγματικές ανάγκες υγείας των πολιτών, το βάρος του συστήματος ασφάλισης και ο παραλογισμός των τεράστιων ιδιωτικών δαπανών για την υγεία έχουν συνολικά δημιουργήσει ένα δυσλειτουργικό μοντέλο που, πάντως ενώνει τους πάντες, ανεξαρτήτως ιδεολογικής ή επιστημονικής προσέγγισης, στην προφανή διαπίστωση: κάτι πρέπει να αλλάξει.

Πώς μπορεί το ελληνικό κράτος να προσφέρει σύγχρονες, αποτελεσματικές και προσβάσιμες από όλους υπηρεσίες υγείας;

Η νέα έρευνα της διαΝΕΟσις, την οποία εκπόνησε ομάδα έμπειρων ειδικών από τον χώρο της υγείας υπό τον συντονισμό του Καθηγητή Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής στο ΕΚΠΑ Γιάννη Τούντα, επιχειρεί να απαντήσει στο παραπάνω ερώτημα καταλήγοντας σε μία πρόταση για ένα σύγχρονο και αποκεντρωμένο δημόσιο σύστημα υγείας, με έμφαση στην κοινωνική ισότητα, την κλινική αποτελεσματικότητα και την οικονομική βιωσιμότητα. Σύμφωνα με τους ερευνητές δε, «η διαδικασία της προτεινόμενης ανασυγκρότησης του Εθνικού Συστήματος Υγείας μπορεί να ολοκληρωθεί σε χρονικό διάστημα τριών ετών».

Τα κυριότερα προβλήματα του ΕΣΥ σήμερα

  • Η εκτεταμένη παραοικονομία και οι υπερβολικά υψηλές ιδιωτικές δαπάνες
  • Η απουσία οργανωμένης πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας,
  • Η έλλειψη σύγχρονων μονάδων περίθαλψης (νοσηλεία στο σπίτι, μονάδες ημερήσιας νοσηλείας, κέντρα αποκατάστασης, μονάδες χρονίως πασχόντων),
  • Η πολύ περιορισμένη χρήση νέων τεχνολογιών,
  • Η σχεδόν πλήρης απουσία μηχανισμών αξιολόγησης, ελέγχου και ποιότητας,
  • Η εκτεταμένη παραοικονομία,
  • Η ηλικιακή γήρανση και εργασιακή κόπωση του εργατικού δυναμικού,
  • Τα προβλήματα οργάνωσης και διοίκησης, με αναχρονιστικές, έντονα συγκεντρωτικές δομές και
  • Η ανορθολογική κατανομή των νοσοκομειακών και πρωτοβάθμιων μονάδων ανά την επικράτεια.

Η κατάσταση σήμερα

Οι Έλληνες πεθαίνουν κυρίως από τρία αίτια: καρδιαγγειακές παθήσεις (39% των θανάτων οφείλονται σ’ αυτές), καρκίνους (28%) και νοσήματα του αναπνευστικού (13%). Αυτά τα ποσοστά παραμένουν λίγο-πολύ σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες.

Παρ’ όλα αυτά, τη δεκαετία 2009-2018 ο αριθμός των ασθενών που πήραν εξιτήριο από τα δημόσια νοσοκομεία αυξήθηκε κατά 30%. Αυτό οφείλεται εν μέρει στη σταδιακή γήρανση του πληθυσμού, αλλά πιθανότατα και στο ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης λιγότεροι πολίτες απευθύνονταν στα ιδιωτικά νοσοκομεία για τέτοιες υπηρεσίες.

Σήμερα σχεδόν 1 στους 4 Έλληνες αντιμετωπίζει κάποια χρόνια πάθηση, 7 στους 10 είναι παχύσαρκοι ή υπέρβαροι, 4 στους 10 είναι «σωματικά αδρανείς» (δεν γυμνάζονται καθόλου), ενώ εμφανίζουμε πολύ υψηλά ποσοστά καπνιστών και πολύ χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη ενηλίκων σε σχέση με άλλες ανεπτυγμένες χώρες.

Παρ’ όλες τις αυξημένες ανάγκες, οι Έλληνες δεν έχουν ικανοποιητική κάλυψη από το σύστημα υγείας της χώρας. 1 στους 5 δηλώνουν ότι δεν έλαβαν υπηρεσίες (μια εξέταση ή μια διάγνωση ή θεραπεία) παρ’ όλο που την είχαν ανάγκη, κυρίως για λόγους υψηλού κόστους. 1 στους 3 καρκινοπαθείς δηλώνει ότι είχε πρόβλημα στην πρόσβαση στον γιατρό του, 1 στους 4 είχε πρόβλημα στην πρόσβαση στο φάρμακο. Το 60% των διαβητικών και των υπερτασικών αντιμετώπισαν πρόβλημα στην πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας λόγω του κόστους.

Μεγάλο μέρος από τις ιδιωτικές δαπάνες είναι αυτό που η έρευνα αποκαλεί κομψά «άτυπες πληρωμές»(εσείς πιθανότατα τις έχετε ακουστά με άλλο όνομα) οι οποίες αποτελούν μέρος της παραοικονομίας και αφορούν κυρίως την παράκαμψη της σειράς αναμονής ή και την εξασφάλιση καλύτερης ποιότητας υπηρεσιών.

Κανείς δεν ξέρει το ακριβές ύψος αυτών των δαπανών, αλλά κάποιες μετρήσεις τις υπολογίζουν έως και στο 20% του οικογενειακού προϋπολογισμού. Αυτό είναι εξαιρετικά σοβαρό φαινόμενο, καθώς δαπάνες άνω του 20% του εισοδήματος για ιατροφαρμακευτικές δαπάνες είναι το όριο των επονομαζόμενων «καταστροφικών δαπανών».

Έτσι αποκαλούνται διεθνώς οι δαπάνες υγείας οι οποίες τινάζουν στον αέρα τον προϋπολογισμό ενός νοικοκυριού και μπορούν να το σπρώξουν στη φτωχοποίηση. Τα προηγμένα συστήματα υγείας είναι έτσι σχεδιασμένα ώστε λίγα νοικοκυριά να καταδικάζονται στη φτώχεια όταν προκύπτει ένα έκτακτο πρόβλημα υγείας ή ένα χρόνιο νόσημα.

Η χώρα μας δυστυχώς εμφανίζει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά καταστροφικών δαπανών για την υγεία ανάμεσα τις χώρες του ΟΟΣΑ: φτάνει το 9,7% των νοικοκυριών.